O Γιάννης Στάνκογλου παραχώρησε μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στο περιοδικό People, και μεταξύ άλλων μίλησε για την κρίση πανικού που τον ταρακούνησε.

Πώς είσαι αυτό τον καιρό;

Σε ένα χαμό. Είμαι από παράσταση σε πρόβα. Από τις παραστάσεις του Δον Κιχώτη στις πρόβες για τον Ηλίθιο. Με το που θα ανέβει ο Ηλίθιος, ταυτόχρονα σχεδόν θα ξεκινήσουν και οι πρόβες για τον Αγαμέμνονα, με τον Τσέζαρε Γκραουζίνις, για το Φεστιβάλ Επιδαύρου, και θα κάνουμε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Ακολουθούν οι πρόβες για τον Γιούγκερμαν, στο θέατρο Πορεία του Τάρλοου, για το χειμώνα.

Μέχρι ποια χρονιά είσαι κλεισμένος δηλαδή;

(γέλια) Ελπίζω πως ο Γιούγκερμαν θα πάει δύο χρόνια. Και αυτό ακριβώς, το να μείνω με ένα θεατρικό, φαντάζει σαν όαση αυτή τη στιγμή. Θα έχω τη δυνατότητα να κάνω και σινεμά, που μου αρέσει πολύ.

Τι σε ιντριγκάρει για να πεις «ναι» σε ένα ρόλο;

Το κείμενο βασικά. Έπειτα οι συνεργάτες.

Αν το κείμενο σου αρέσει, αλλά στην πιάτσα ακούγονται διάφορα περίεργα για κάποια από τα πρόσωπα με τα οποία πρόκειται να συνεργαστείς, θα ρισκάρεις να πεις «όχι»;

Δεν λειτουργώ έτσι. Αυτά που μπορεί να ακούγονται στην πιάτσα, πως κάποιος είναι «δύσκολος» ή «περίεργος», μπορεί να λέγονται και για εμένα. Αλλά εγώ ξέρω πως δεν είμαι ούτε δύσκολος ούτε περίεργος. Είμαι συνεργάσιμος, οπότε δεν δίνω τόση σημασία. Ορισμένες φορές, δε, με τέτοιου είδους δυσκολίες προκύπτουν και ενδιαφέροντα πράγματα. Είναι μια δουλειά συνεργασίας, πρέπει να ακούς, να βλέπεις, να δίνεις… Δεν έχω συναντήσει πολλούς ηθοποιούς που δεν έχουν αυτά τα στοιχεία. Έπειτα, είναι και ο σκηνοθέτης, που σε βάζει σε ένα τριπάκι να χαίρεσαι το όραμά του και όλα όσα κάνεις.

Με το εξωτερικό τι κάνεις; Έχεις ατζέντη;

Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που δεν έχω. Οι χρόνοι μου δεν με καθιστούν ευέλικτο, ώστε όταν μου τηλεφωνήσουν για οντισιόν στο Λονδίνο σε δύο ημέρες να μπορώ. Αν είχα τα χρήματα για να μη δουλεύω για έξι μήνες ή ένα χρόνο, θα το έκανα. Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία επτά χρόνια έχω κάνει μια μεσαίου μήκους ταινία με τον Ben Mole (The Case of Mary Ford) και το Περιπέτεια στο Αιγαίο. Πριν από τρία χρόνια, είχα παίξει και σε μια Bollywood ταινία με Ινδούς. Δεν χόρευα, αλλά είχα ένα βασικό χαρακτήρα της ταινίας.

Νιώθει δικαιωμένος ο 22χρονος Γιάννης, που αποφάσισε κάποτε να πάει στη σχολή του Κιμούλη;

Ναι. Από τη στιγμή που ήρθε και ο Γιώργος να δει το μαθητή του, έπειτα από δεκαεπτά χρόνια… Δάσκαλος να σου πετύχει! (γέλια) Ήρθε πέρσι και μου μίλησε μετά την παράσταση στην Επίδαυρο και μου είπε λόγια που με συγκίνησαν. Είχα την τύχη να συνεργαστώ με σημαντικούς ανθρώπους. Μου αρέσει που δεν είμαι ο ηθοποιός που «βολεύεται» μέσα σε μια συνθήκη ή ένα συγκεκριμένο περιβάλλον ανθρώπων. Δοκιμάζω διαφορετικά πράγματα. Ίσως κάποια στιγμή να το έχω ανάγκη να βρεθώ με παλιούς συνεργάτες, όχι για την ασφάλεια, όσο γιατί θα ήθελα να έρθω σε επαφή με αυτούς τους ανθρώπους, για να τους δείξω τον κόσμο που έχω δημιουργήσει στο πέρασμα του χρόνου.

Πότε ήταν η τελευταία φορά που φοβήθηκες;

Πέρσι το Πάσχα φοβήθηκα λίγο. Ήμασταν με τον Καλιγούλα στη Θεσσαλονίκη και έπαθα μια κρίση πανικού, μικρή. Ήταν ένα καμπανάκι από τον εαυτό μου, που μου έλεγε πως πρέπει να ξεκουραστώ λίγο. Όταν δουλεύεις πολύ, πρέπει να προσέχεις τον εαυτό σου. Θεωρώ, όμως, πως το αντιμετώπισα καλά. Όταν τελείωσε αυτή η δυσκολία, είπα στον Νίκο Κακλαμανάκη, τον Ολυμπιονίκη που θαυμάζω και ήταν παρών, «τώρα θέλω να πάω στο σπίτι μου, να κάνω ένα καυτό ντους και να πιω μια παγωμένη μπίρα». «Όχι» μου απαντάει εκείνος «θα κάνεις ένα κρύο ντους και θα πιεις ένα καυτό τσάι». Δεν τον γνώριζα, τότε είχαμε γνωριστεί. Και φυσικά ακολούθησα τη συμβουλή του.

Είσαι διεκδικητικός;

Αρκετά. Και ως άνθρωπος και ως επαγγελματίας. Έχω ανάγκη να πάρω αυτό που θέλω. Όχι για μένα. Αλλά για να το επιστρέψω στο πολλαπλάσιο.