Είναι ένας από τους πιο αγαπητούς ηθοποιούς της γενιάς του, με δεκάδες επιτυχίες στο ενεργητικό του όλα αυτά τα χρόνια. Ο Δημήτρης Πιατάς μίλησε στο περιοδικό «λοιπόν» και μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στην προσωπική του… διαστροφή!

-Βρίσκεστε 40 ολόκληρα χρόνια στο χώρο της υποκριτικής.

«Τελείωσα τη δραματική σχολή του Εθνικού θεάτρου, ένας μεγάλος δάσκαλός μου ήταν ο Τάκης Μουζενίδης, σπουδαίος σκηνοθέτης, που «έσβησε» και τον έχουν λησμονήσει. Είχε την ατυχία να βρίσκονται την ίδια ώρα εν ακμή ο Κάρολος Κουν, ο Αλέξης Μινωτής, ο Αλέξης Σολωμός, ο Ροντήρης και με αυτό τον τρόπο συγκρίθηκε, ενώ δεν πρέπει να συγκρίνουμε τους ανθρώπους του θεάτρου, ο καθένας φέρνει την προσωπική του ιστορία. Ο δάσκαλος αυτός μας υποχρέωνε, εμάς τους μαθητές, να γραφούμε τη συνέχεια της ιστορίας όταν τελείωνε η παράσταση, δηλαδή, πού πάνε μετά οι ήρωες της παράστασης… Αυτό το «μετά» με έχει στοιχειώσει»

-Πού πήγαιναν οι δικοί σας ήρωες;

«Πάντα βρίσκω μία προσωπική τους ιστορία, έχουν μια συνέχεια. Στο έργο, ο πρίγκιπας συγχωρεί τον πάτερ Λαυρέντιο, εγώ είμαι πολύ σκληρός, θεωρώ ότι πρέπει να καεί στην πυρά, ως μάγος, γιατί έχει κάνει πολύ κακό, οδηγώντας δύο νέα παιδιά να πεθάνουν. Φτιάχνω κι εγώ την προσωπική μου ιστορία, μου αρέσει να έχει συνέχεια ο ήρωας μου και μετά την υπόκλιση»

-Το κάνετε με όλους του ήρωες που έχετε υποδυθεί ως τώρα;

«Ναι. Μου αρέσει, είναι η προσωπική μου διαστροφή. Μου αρέσει η ιστορία του «μετά», δεν μου αρέσει η λέξη «τέλος». Όταν υπάρχει τέλος, δεν γίνεται τίποτα, είναι η σιωπή, είναι θάνατός, θέλω να είναι ζωντανά τα πράγματα»

-Η σκέψη αυτή παραπέμπει σε δημιουργία και εξέλιξη.

«Ίσως αν καθίσω σ’ ένα ντιβάνι ψυχαναλυτή να μου τα βρει αυτά. Δεν το έχω κάνει ποτέ μου, είμαι από τους ανθρώπους που μπορώ να υποδεχτώ κάποιον και να μπορώ να τον ψυχαναλύσω, να τον βοηθήσω κιόλας. Το έχω κάνει και το κάνω, όχι μόνο παίζοντας στη σκηνή, αλλά είμαι δίπλα στον οποιονδήποτε άνθρωπο, ο οποίος έχει κάποια ανάγκη, όχι απαραίτητα υλική, γιατί σε μία εποχή φτώχειας μας συμπαρασύρει όλους. Την ηθική βοήθεια τη θεωρώ εξαιρετικά σημαντική. Οι Έλληνες διαθέτουν το DNA της γενναιοδωρίας απέναντι στους συνανθρώπους τους. Τουλάχιστον, εγώ, ως Έλληνας, το διαθέτω»