Συνέντευξη στο περιοδικό «Λοιπόν» παραχώρησε η Φαίδρα Δρούκα όπου μίλησε για τη νέα παράσταση που πρωταγωνιστεί αλλά και για τα κυκλώματα που υπάρχουν στον χώρο της υποκριτικής.

Πρωταγωνιστείς στη ρομαντική   κωμωδία «Μέχρι Θανάτου».

Ήταν ένα στοίχημα για μένα, γιατί πάντα ήθελα να κάνω ένα έργο με δύο άτομα, δεν μου είχε ξανατύχει. Μου αρέσει ο χώρος, ο ρόλος… Είμαστε με τον Σταύρο Νικολαΐδη, στο έργο «Μέχρι θανάτου», οίο χώρο «Αθηναΐδα», κάθε Σάββατο και Κυριακή. Ο Μάνος Τσότρας, ο σκηνοθέτα, μου έκανε την πρόταση, διάβασα το έργο, ερωτεύτηκα το ρόλο, που είναι γοητευτικός, μου κέντρισε το ενδιαφέρον, έχει μία παιδικότητα, κάτι από αγρίμι, ακατέργαστο, αυθόρμητο, γνήσιο, ευαίσθητο. Πέρα από το χιούμορ, έχει κάτι συγκινητικό, βγάζει και τη γελοιότητα που βγάζουν οι άνθρωποι στα προσωπικά τους αντιφατικά στοιχεία που υπάρχουν στις ερωτικές μας σχέσεις. Μου αρέσει ο ρεαλισμός στο θέατρο.

Υπάρχουν σε αυτόν το ρόλο στοιχεία του χαρακτήρα σου;

Έχω πολλά στοιχεία, είναι ένα άμεσο κείμενο με καθημερινό λόγο, είναι εύκολο να αισθανθείς και να νιώσεις.  Ήταν πολύ ξεκάθαρος ο ρόλος από την αρχή, δεν με μπέρδεψε η πολυπλοκότητα της ηρωίδας. Έχουμε πολλά στοιχεία όλοι ως χαρακτήρες και ψυχοσυνθέσεις και είναι πολύ αντιφατικά. Έχω παιδικότητα, ερωτεύομαι και αγαπάω πολύ, κι αυτό το ακατέργαστο, όταν κάτι μου είναι άγνωστο, στην αστεία του πλευρά, όχι τη συμπλεγματική. Δεν ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που μου φταίνε οι άλλοι, φταίω εγώ και το κάνω σε όλους τους τομείς. Ζητάω εύκολα «συγγνώμη» και το εννοώ ή θα πω πόσο καλύτερός μου είναι ο άλλος, θα με μαστιγώσω, όχι τόσο ενοχικά που γινόταν παλαιότερα, όταν κάνω λάθος.

Τι σε έκανε να λειτουργείς έτσι;

Δεν μεγάλωσα σε ένα σπίτι που με παραντάντευε, ούτε με παρακανάκευε, ούτε μου έλεγε: «Εσύ είσαι και καμία άλλη». Ξεκίνησα πολύ μικρή αυτή τη δουλειά, μπήκα στη σχολή 17,5 χρονών και δεν έχασα καθόλου χρόνο. Πριν την τελειώσω, δούλευα στο Εθνικό θέατρο και τώρα είμαι 24 χρόνια ηθοποιός που σημαίνει ότι κάθε βήμα, κάθε πράγμα που ονειρευόμουν, που μου έτυχε, δεν ήρθε καθόλου εύκολα και γρήγορα. Ανήκω σε μια γενιά ηθοποιών που για να μπω στο χώρο του Εθνικού και να είμαι μία στις δεκαπέντε, έπρεπε να περάσω άπειρες ακροάσεις όπου τραγουδούσα, χόρευα κι έκανα μονολόγου, ήμουν το νούμερο 856. Αυτά σε βάζουν σε μία διαδικασία να συνειδητοποιήσει ότι αυτή η δουλειά έχει πολύ αγώνα, δεν σου χρωστάει κανείς, έχει πολύ τρέξιμο, δεν πρέπει να θεωρείς τίποτα δεδομένο, δεν πρέπει να μπεις στο λούκι ότι υπάρχουν κυκλώματα και «δεν με πήραν γι’ αυτόν το λόγο».

Δεν υπάρχουν κυκλώματα;

Ναι, υπάρχει σαφέστατα αυτό, όπως υπάρχει παντού. Υπάρχει όμως μια μεγάλη κατηγορία ηθοποιών που ξεκίνησε και τελείωσε με αυτό: να πιστεύει ότι δεν έχει κάνει αυτό που πιθανότατα θα ήθελε επειδή κάποιοι έβαζαν τρικλοποδιές. Αυτό το συνειδητοποίησα πολύ γρήγορα στη ζωή μου και μου έκανε καλό. Πέρασα κι εγώ μια φάση που ένιωθα, έβλεπα κι έλεγα; «Μα γιατί κάνει εκείνο, αφού δεν είναι τόσο καλή». Συνειδητοποίησα όμως ότι αυτό άρχισε να μου κάνει κακό, να με βασανίζει, να με απομακρύνει από το δρόμο και το χρόνο μου και για κάποιο μαγικό λόγο σταμάτησε να με απασχολεί τι κάνουν οι άλλοι.  Πραγματικά,  είναι λυπηρό αλλά δεν με ενδιαφέρει ποιος σπρώχνει ποιον, ούτε ποιος πιέζει για κάποιον. Υπάρχει, το βλέπω, το ξέρω, αλλά δεν με νοιάζει, με ενδιαφέρει τι κάνω εγώ.