Η διπολική διαταραχή, γνωστή στο παρελθόν με τον όρο «μανιοκατάθλιψη», είναι μια συχνή, χρόνια και υποτροπιάζουσα ψυχική νόσος η οποία χαρακτηρίζεται κυρίως από διαταραχή στη συναισθηματική λειτουργία.

Βασική εκδήλωσή της είναι οι ακραίες διακυμάνσεις στη διάθεση που συμπαρασύρουν τη σκέψη, τη δραστηριότητα και τη γενικότερη συμπεριφορά: οι εναλλαγές της διάθεσης κυμαίνονται από την υπερβολική ευφορία και τον ανεξέλεγκτο ενθουσιασμό στη φάση της μανίας, έως τη βαθιά, ανείπωτη θλίψη στη φάση της κατάθλιψης.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η διπολική διαταραχή αποτελεί την έκτη κύρια αιτία αναπηρίας παγκοσμίως.

Η διπολική διαταραχή απαντάται στο 1,2 έως 3,4% του πληθυσμού, αλλά αν συνυπολογιστεί όλο το φάσμα των μορφών της, το ποσοστό αγγίζει το 5%.

Προσβάλλει με την ίδια περίπου συχνότητα άνδρες και γυναίκες και εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα υψηλού κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου.

Κατά κανόνα παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο τέλος της εφηβείας ή στην αρχή της ενήλικης ζωής, συνήθως πριν την ηλικία των 30 ετών, αλλά δεν αποκλείεται τα πρώτα συμπτώματα να εμφανιστούν στην παιδική ηλικία ή ακόμη και πολύ αργότερα στην ενήλικη ζωή.

Συχνά η νόσος διαφεύγει της διαγνωστικής προσοχής.

Ένα έτος μετά την εμφάνιση ενός οξέος επεισοδίου, μόνο το 26% των νοσούντων παρουσιάζει πλήρη ύφεση.

Η νόσος έχει βιολογικό υπόβαθρο, με τεκμηριωμένο το ρόλο τηςκληρονομικότητας. Μέχρι στιγμής, δεν έχει απομονωθεί ένας συγκεκριμένος αιτιολογικός παράγοντας. Αντιθέτως, πολλοί παράγοντες, βιολογικοί, ψυχολογικοί και κοινωνικοί, που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους θεωρείται ότι συμβάλλουν στην εμφάνιση της διπολικής διαταραχής.