Η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια σε προτεραιότητα με στόχο την προάσπιση της δημόσιας υγείας.

Εκτός από τα σοβαρά σωματικά προβλήματα που προκαλεί, όπως η καρδιοπάθεια, ο διαβήτης τύπου 2 και ο καρκίνος, η παχυσαρκία επιβαρύνει και την ψυχική υγεία, σύμφωνα με νέα μελέτη ερευνητών από το βρετανικό Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ.

Στο πλαίσιο της μελέτης τους, η οποία δημοσιεύεται αναλυτικά στην επιθεώρηση BMJ, οι ερευνητές θέλησαν να εξετάσουν την επίδραση 11 δεικτών σωματικής υγείας, όπως τα επίπεδα χοληστερόλης, το ποσοστό σωματικού λίπους, ο δείκτης μάζας σώματος και η αρτηριακή πίεση, σε ψυχολογικές παραμέτρους όπως τα επίπεδα ευτυχίας και η ικανοποίηση από τη ζωή.

Μέσα από παλαιότερες μελέτες έχει προκύψει ότι τα άτομα που νιώθουν πιο ευτυχισμένα και δηλώνουν πιο ικανοποιημένα από τη ζωή τους τείνουν να απολαμβάνουν καλύτερη σωματική υγεία και να ζουν περισσότερα χρόνια απ’ όσους έχουν χαμηλά επίπεδα ευεξίας. Ωστόσο, οι μελέτες αυτές δεν έχουν καταστήσει σαφές αν η καλή ψυχική υγεία οδηγεί στη σωματική υγεία ή το αντίστροφο.

Προκειμένου να διαπιστώσουν την ακριβή κατεύθυνση των επιδράσεων, οι ερευνητές εφάρμοσαν μια τεχνική που ονομάζεται Μενδελιανή τυχαιοποίηση. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται στην επιδημιολογία για την εξεύρεση της κατεύθυνσης μιας αιτιώδους σχέσης μέσω γενετικών αναλύσεων. Επίσης, αποκλείει την επίδραση άλλων παραγόντων που μπορεί να επηρεάσουν είτε τη σωματική είτε την ψυχική υγεία.

Εφαρμόζοντας λοιπόν τη Μενδελιανή τυχαιοποίηση, οι ερευνητές θέλησαν να διαπιστώσουν αν η κακή σωματική υγεία επιβαρύνει την ψυχική ή αν τα άτομα με κακή ψυχική υγεία εκδηλώνουν συχνότερα σωματικές παθήσεις.

Από το σύνολο των δεικτών που εξετάστηκαν, ο υψηλός δείκτης μάζας σώματος φάνηκε να συσχετίζεται σταθερά με χαμηλότερα επίπεδα ευεξίας, με τους ερευνητές να τον αναγνωρίζουν ως αιτιώδη παράγοντα για την επιβαρυμένη ψυχική υγεία.

Κανένας από τους άλλους υπό μελέτη δείκτες δεν φάνηκε να επηρεάζει σε αξιόλογο βαθμό την ικανοποίηση των συμμετεχόντων από τη ζωή τους ή τα επίπεδα ευτυχίας τους, τονίζουν στη μελέτη τους οι ερευνητές.

Τα παραπάνω ευρήματα επιβεβαιώθηκαν από μια δεύτερη αντίστοιχη ανάλυση σε πληθυσμό 300.000 ατόμων ηλικίας 40-70 ετών. Σε αυτή την ανάλυσή τους, οι ερευνητές εστίασαν σε συγκεκριμένες παραμέτρους ψυχικής υγείας και διαπίστωσαν ότι ο υψηλός δείκτης μάζας σώματος είχε ισχυρότερη αρνητική επίδραση στην ικανοποίηση των συμμετεχόντων από την υγεία τους. Οι αρνητικές επιδράσεις ήταν μάλιστα εμφανείς σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, τόσο μεταξύ των ανδρών όσο και μεταξύ των γυναικών.

Όταν οι ερευνητές αναζήτησαν πιθανές επιδράσεις της κακής ψυχικής υγείας στους διάφορους δείκτες σωματικής υγείας, δεν εντόπισαν σαφείς αιτιώδεις σχέσεις. Βέβαια, όπως διευκρινίζουν οι ίδιοι, η τωρινή γνώση για τα γονίδια που αποδεδειγμένα επηρεάζουν την ψυχική υγεία είναι λιγοστή, γι’ αυτό και το συγκεκριμένο πεδίο παραμένει προς το παρόν θολό. Εφόσον στο μέλλον ανακαλυφθούν περισσότερες γονιδιακές παραλλαγές που συνδέονται άμεσα με δείκτες ψυχικής υγείας, θα είναι δυνατό να ερευνηθεί λεπτομερέστερα και η επίδρασή τους στη σωματική υγεία.

«Οι προσπάθειες απώλειας των περιττών κιλών συχνά έχουν σαν στόχο τη βελτίωση δεικτών σωματικής υγείας, ωστόσο για πολλούς ανθρώπους αυτό το κίνητρο δεν είναι αρκετά ισχυρό. Η αύξηση της ικανοποίησης από τη ζωή και των επιπέδων ευτυχίας ίσως είναι το έξτρα κίνητρο που χρειάζεται για να αποφασίσουν περισσότεροι άνθρωποι να πετύχουν ένα υγιές σωματικό βάρος» αναφέρει σχετικά η Δρ Κλερ Χάγουορθ, ειδικός στη Συμπεριφορική Γενετική από το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ και επικεφαλής συντάκτρια της μελέτης.