Σε μια πρόσφατη μελέτη οι μισές από τις νέες γυναικάς που συμμετείχαν, δήλωσαν ότι έχουν βιώσει ένα αίσθημα μελαγχολίας μετά τη σεξουαλική πράξη, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους.

Οι ερευνητές σημειώνουν ότι οι περισσότερες μελέτες σχετικά με τη γυναικεία σεξουαλική λειτουργία έχουν επικεντρωθεί στη διέγερση, τον οργασμό και τον πόνο πριν ή κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης, ενώ είναι λίγες αυτές που έχουν επικεντρωθεί στη συναισθηματική έκφραση μετά από αυτή.

Οι ερευνητές μάλιστα τονίζουν πως η μετασυνουσιακή δυσφορία, όπως ονομάζεται το αίσθημα λύπης που προκύπτει μετά από μια συναινετική συνουσία, μπορεί να μην είναι ένα ιατρικό πρόβλημα, αλλά μια εμπειρία ανθρώπινη που ενδέχεται κανείς να έχει μέσα στο μεγάλο φάσμα των σεξουαλικών εμπειριών.
Στη μελέτη συμμετείχαν 239 φοιτήτριες, οι οποίες απάντησαν σε ερωτήσεις σχετικά με τη σεξουαλική τους λειτουργία, τις εμπειρίες από τις σεξουαλικές τους σχέσεις, καθώς και την ψυχολογική δυσφορία και τα συναισθήματα που βίωναν από τις σεξουαλικές τους εμπειρίες.

Επιπρόσθετα, οι ερευνητές ρώτησαν τις γυναίκες εάν δάκρυζαν χωρίς λόγο ή είχαν ανεξήγητο αίσθημα λύπης μετά από μια σεξουαλική πράξη στην οποία είχαν συναινέσει μέσα στις 4 τελευταίες εβδομάδες ή κάποια στιγμή στη ζωή τους. Σχεδόν το 5% των γυναικών δήλωσε ότι εμφάνισε τα παραπάνω συμπτώματα μέσα στις 4 τελευταίες εβδομάδες, ενώ το 46% δήλωσε ότι τα έχει εμφανίσει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του. Μόνο το 2% των ερωτηθέντων ανέφερε ότι είχε τα συμπτώματα αυτά συνέχεια ή τις περισσότερες φορές.

Τα νούμερα αυτά είναι υψηλότερα σε σχέση με αυτά που αναδείχτηκαν από προηγούμενες μελέτες, γεγονός που δείχνει ότι η μετασυνουσιακή δυσφορία δεν εντοπίζεται και δεν αντιμετωπίζεται επαρκώς.

Οι ερευνητές μάλιστα επισημαίνουν ότι υπάρχουν πλέον δεδομένα ικανά να υποστηρίξουν την ύπαρξη γενετικών παραγόντων που επηρεάζουν την εμφάνιση της μετασυνουσιακής δυσφορίας, καθώς φαίνεται να εμφανίζεται συχνά σε δίδυμες γυναίκες, ενώ παράλληλα μπορεί να συνδέεται και με το θηλασμό.

Ταυτόχρονα, η ηλικία και η χρονική διάρκεια της σχέσης δε βρεθήκαν να σχετίζονται με τη μετασυνουσιακή δυσφορία ενώ, αντιθέτως, το ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης στην παιδική ηλικία ή την ενήλικη ζωή βρέθηκε να αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης συμπτωμάτων δυσφορίας μετά τη σεξουαλική δραστηριότητα. Η σχέση αυτή μεταξύ της μετασυνουσιακής δυσφορίας και του ιστορικού σεξουαλικής κακοποίησης δείχνει την εμπλοκή ψυχολογικών παραγόντων σε συνδυασμό με τους γενετικούς.

Οι ερευνητές επίσης παρατήρησαν ότι υπάρχει μεγάλη διακύμανση τόσο στη συχνότητα εμφάνισης της δυσφορίας όσο και στις επιπτώσεις της. Στην Ινδία, για παράδειγμα, όπου η κοινωνία είναι ανδροκρατούμενη οι σεξουαλικές προσδοκίες από τις γυναίκες είναι αρκετά χαμηλές. Σαν αποτέλεσμα, παρά την υψηλή συχνότητα της μετασυνουσιακής δυσφορίας, οι επιπτώσεις που έχει σε κάθε άτομο εξαρτάται από τις προσδοκίες του. Ένας βαθμός δυσφορίας θα μπορούσε να οφείλεται σε ένα πρόσφατο στρεσογόνο γεγονός και ίσως δε χρειάζεται να του αποδοθεί μεγαλύτερη σοβαρότητα και σημασία.
Οι ειδικοί τονίζουν ότι και οι άνδρες ενδέχεται να βιώσουν μετασυνουσιακή δυσφορία. Πρόκειται για ένα πολύ συχνό βίωμα που μπορεί να εμφανιστεί στον καθένα. Εάν λοιπόν κάποιος έχει την εμπειρία της δυσφορίας μετά τη σεξουαλική πράξη δε χρειάζεται να νιώθει ότι είναι μόνος ή μη φυσιολογικός.

Οι συγγραφείς της μελέτης υποστηρίζουν ότι η καλύτερη προσέγγιση της μετασυνουσιακής δυσφορίας είναι να είναι κανείς ειλικρινής με το σύντροφό του. Πρόκειται άλλωστε για ένα ζήτημα που έχει διερευνηθεί πολύ λίγο, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν ενδεδειγμένες θεραπείες για αυτό. Τονίζουν μάλιστα ότι η δυσφορία αυτή, είτε προσωρινή είτε μόνιμη μπορεί να τοποθετηθεί στο φυσιολογικό φάσμα της ανθρώπινης σεξουαλικότητας και θα ήταν επικίνδυνο να χαρακτηριστεί ως νόσος ή διαταραχή.

Μια γυναίκα τους έγραψε πως ήταν παντρεμένη για 20 χρόνια και μετά από κάθε σεξουαλική πράξη πήγαινε στο μπάνιο κι έκλαιγε. Τους ανέφερε μάλιστα την ανακούφισή της όταν έμαθε ότι δεν είναι το μοναδικό άτομο με αυτό το βίωμα.

Πηγή : news.yahoo.com