Οι έφηβοι με διαζευγμένους γονείς έχουν αυξημένες πιθανότητες ψυχοσωματικών προβλημάτων όπως ο πονοκέφαλος, οι δυσκολίες στον ύπνο, η ζάλη και η ανορεξία, προειδοποιούν επιστήμονες από τη Σουηδία.

Όταν, δε, οι έφηβοι ζουν με τον έναν γονιό, επειδή αυτός κέρδισε την επιμέλειά τους, ο κίνδυνος ψυχοσωματικών προβλημάτων αυξάνεται σημαντικά.

Την τελευταία 20ετία τα διαζύγια έχουν αυξηθεί σημαντικά στη Δύση, αλλά ταυτοχρόνως έχουν αυξηθεί και οι κοινές επιμέλειες των παιδιών.

Στη Σουηδία λ.χ. τα ποσοστά κοινής επιμέλειας αυξήθηκαν από το 2% της δεκαετίας του ’80 στο 40% το 2010.

Οι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης θέλησαν να διαπιστώσουν πως επηρεάζει το διαζύγιο τα παιδιά και πως η κοινή και η μεμονωμένη επιμέλεια.

Έτσι, επιστράτευσαν σχεδόν 150.000 παιδιά ηλικίας 12-15 ετών και τους ζήτησαν να συμπληρώσουν ένα ειδικό τεστ που αξιολογεί την ύπαρξη ψυχοσωματικών προβλημάτων, όπως οι δυσκολίες συγκέντρωσης και ύπνου, ο πονοκέφαλος, ο πόνος στην κοιλιά, η νευρικότητα, η θλίψη, η ζάλη και η ανορεξία.

Τα ρώτησαν επίσης αν ένιωθαν ότι μπορούν εύκολα να συζητήσουν ό,τι τα απασχολεί με τους γονείς τους και αν είχαν αρκετά χρήματα ώστε να κάνουν ό,τι και οι φίλοι τους.

Κατέγραψαν επίσης την οικογενειακή τους κατάσταση και τα ταξινόμησαν, σύμφωνα με τα νέα, σε κατηγορίες αναλόγως με το αν ζούσαν με τους δύο γονείς, κυρίως ή μόνο με τον έναν έπειτα από διάσταση ή χωρισμό, ή πότε στο ένα σπίτι και πότε στο άλλο επειδή υπήρχε διαζύγιο με κοινή επιμέλεια.

Όπως γράφουν στην επιθεώρηση «Journal of Epidemiology and Community Health» (JECH), γενικώς τα κορίτσια ανέφεραν περισσότερα ψυχοσωματικά προβλήματα απ’ ό,τι τα αγόρια σε όλες τις ηλικίες.

Οι έφηβοι, όμως, που ζούσαν κυρίως ή μόνο με τον ένα γονιό ήταν αυτοί που υπέφεραν περισσότερο απ’ όλους, διότι όχι μόνο παρουσίαζαν περισσότερα ψυχοσωματικά προβλήματα αλλά και «πιο συχνά» ή «συνεχώς».

Οι συνομήλικοί τους που ζούσαν υπό συνθήκες κοινής επιμέλειας ανέφεραν σαφώς λιγότερα ψυχοσωματικά προβλήματα από αυτούς, αν και αυτά ήταν περισσότερα απ’ όσα αναφέρθηκαν από τους εφήβους που ζούσαν και με τους δύο γονείς τους (αυτοί είχαν τα λιγότερα ψυχοσωματικά προβλήματα απ’ όλους).

Μάλιστα τα ευρήματα αυτά ίσχυαν ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας και χώρας καταγωγής των εφήβων, αλλά και ανεξάρτητα από την ποιότητα της σχέσης που είχαν με τους γονείς τους η οποία ναι μεν σχετίστηκε με την ψυχοσωματική υγεία των εφήβων, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε να εξηγεί τις διαφορές στα κρούσματα ψυχοσωματικών προβλημάτων που παρατηρήθηκε αναλόγως με την οικογενειακή κατάστασή τους.

Οι ερευνητές λένε ότι τα ευρήματά τους συμφωνούν με εκείνα προγενέστερων μελετών και υποδηλώνουν ότι το στρες του διαζυγίου είναι δυσβάσταχτο για τους εφήβους, που νιώθουν σαν να κόβεται η ζωή τους στα δύο.