Τα οφέλη της γυμναστικής είναι γνωστά τόσο για την υγεία όσο και για τη σιλουέτα μας. Ωστόσο οι ειδικοί συμβουλεύουν τους ασκούμενους να μην το παρακάνουν αν δεν θέλουν να έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα.

Μέχρι τώρα γνωρίζαμε πως ένα στοχευμένο workout μπορεί να μας χαρίσει τέλεια γραμμή αλλά και να θωρακίσει τη σωματική και ψυχική μας υγεία. Όλα αυτά εξακολουθούν να ισχύουν, μόνο που πλέον επιστήμονες από τον Καναδά και την Ελβετία προσθέτουν ένα «αλλά».

Συγκεκριμένα, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι όσοι γυμνάζονται πάρα πολύ εμφανίζουν τις ίδιες πιθανότητες να παρουσιάσουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυξημένο άγχος με αυτούς που κάνουν αποκλειστικά καθιστική ζωή. Αντίθετα, εκείνοι που ασκούνται σε λογικά επίπεδα απολαμβάνουν όλα τα θετικά: ανεβασμένη ψυχολογία, αυτοπεποίθηση και λιγότερο στρες.

Για τις ανάγκες του πειράματός τους οι ειδικοί ζήτησαν από μια ομάδα εθελοντών να συμπληρώσουν αναλυτικά ερωτηματολόγια που σχετίζονταν με το ύψος, το βάρος, την προπονητική τους ρουτίνα, τους τραυματισμούς που αντιμετώπισαν κατά τη διάρκεια της άσκησης, αλλά και την ευεξία που νιώθουν έπειτα από κάθε workout.

Η ψυχική τους διάθεση αξιολογήθηκε σύμφωνα με το Δείκτη Ευεξίας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, όπου 0 είναι εξαιρετικά χαμηλή και 25 πολύ ανεβασμένη. Οι τιμές κάτω του 13 υποδήλωναν πεσμένη ψυχολογία. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τέσσερις κατηγορίες ανάλογα με το χρόνο που αφιέρωναν στην άσκηση: χαμηλή φυσική δραστηριότητα (0-3,5 ώρες την εβδομάδα), μέτρια (3,6-10,5 ώρες), υψηλή (10,6-17,5 ώρες) και πολύ υψηλή (πάνω από 17,5 ώρες).

Οι ειδικοί διαπίστωσαν ότι όσοι το παράκαναν αλλά και αυτοί που ήταν ιδιαίτερα παθητικοί εμφάνιζαν κατά προσέγγιση τον ίδιο χαμηλό δείκτη ευεξίας (κάτω του 13 δηλαδή). Επομένως οι επιστήμονες κατέληξαν στο εξής: η γυμναστική παύει να επιδρά θετικά στην ψυχική διάθεση και μετατρέπεται σε εχθρό της ευεξίας όταν ξεπερνά κατά πολύ τις συνιστώμενες ώρες, δηλαδή 7 την εβδομάδα.