Η νικοτίνη του τσιγάρου, τόσο του καπνού, όσο και του ηλεκτρονικού, έχει αρνητικές επιπτώσεις στον εγκέφαλο και στις γνωστικές (νοητικές) λειτουργίες των εφήβων και των ενηλίκων, τονίζει στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Χαράλαμπος Σιγάλας , μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Κέντρο Βασικής Έρευνας του Ιδρύματος Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών.
         
Εκτός από άλλα πιο γνωστά προβλήματα υγείας, όπως ο καρκίνος των πνευμόνων ή τα καρδιαγγειακά, είναι λιγότερο γνωστό ότι η νικοτίνη είναι μια τοξική ουσία που κάνει ζημιά στον εγκέφαλο σε διάφορα επίπεδα: μοριακό, κυτταρικό και οργανικό. Αυτό εξηγεί γιατί, σύμφωνα με τον κ. Σιγάλα, τμήματα του εγκεφάλου των καπνιστών έχουν βρεθεί να είναι μικρότερα σε σχέση με τους μη καπνιστές, ενώ επίσης η νικοτίνη επηρεάζει αρνητικά την μνήμη, την μάθηση και την προσοχή, με όποιες συνέπειες μπορεί να έχει αυτό για τις επιδόσεις των μαθητών στο σχολείο.
         
Ο νεαρός έλληνας νευροεπιστήμονας – ο οποίος θα μιλήσει το απόγευμα για το θέμα αυτό σε ημερίδα του Ινστιτούτου Μοριακής Ιατρικής & Βιοϊατρικής Έρευνας στο Ίδρυμα Ευγενίδου με θέμα «Νευροβιολογία της Μάθησης» – θεωρεί «μύθο που κυκλοφορούσε παλιότερα, πως με το κάπνισμα αυξάνεται η μνήμη κάποιου». Στην πραγματικότητα, η απόδοση της μνήμης των καπνιστών είναι χειρότερη σε σχέση με των μη καπνιστών.
         
Ειδικά στους εφήβους, όπως λέει, «μελέτες έχουν δείξει μειωμένες μαθησιακές επιδόσεις στους μαθητές που καπνίζουν, σε σχέση με τους μη καπνιστές». Η νικοτίνη, μέσω των πνευμόνων εισχωρεί στην κυκλοφορία του αίματος και καταλήγει στον εγκέφαλο, όπου προσκολλάται σε μια ομάδα πρωτεϊνών, τους νικοτινικούς υποδοχείς, απορρυθμίζοντας έτσι τις λειτουργίες των νευρωνικών δικτύων (των εγκεφαλικών κυττάρων).
         
Ο κ. Σιγάλας υπογραμμίζει ότι ενώ με το ηλεκτρονικό τσιγάρο αποφεύγει κανείς άλλες βλαβερές ουσίες που περιέχει το κανονικό τσιγάρο, όπως η πίσσα, δεν συμβαίνει το ίδιο με τη νικοτίνη. Όπως λέει, «είναι πολύ μεγάλο λάθος αυτό που αναφέρουν πολλοί ότι η έκθεση στη νικοτίνη από το ηλεκτρονικό τσιγάρο είναι πολύ χαμηλότερη από τα τσιγάρα καπνού».


         
Στην πραγματικότητα, είναι άγνωστο πόση είναι αυτή η έκθεση, καθώς υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις διαφορετικές συσκευές ηλεκτρονικού τσιγάρου, στο πόσο συντηρημένες είναι και στο τι είδους χρήση κάνει κάποιος. Όπως επισημαίνει, «είναι εξαιρετικά δύσκολο να μετρήσουμε με ακρίβεια πόση είναι η πραγματική έκθεση στη νικοτίνη».
         
Ο κ. Σιγάλας υπογραμμίζει ότι, στην ουσία, η νικοτίνη, εφόσον προκαλεί εθισμό «είναι ένα νόμιμο ναρκωτικό» και, με δεδομένο ότι υπάρχουν τόσοι καπνιστές, αυτό «αποτελεί ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα για τη δημόσια υγεία».
         
Αυτό ισχύει ειδικά για το κάπνισμα στην εφηβεία, επειδή τότε τα νευρωνικά δίκτυα του εγκεφάλου βρίσκονται σε φάση διαρκούς ανασχηματισμού, καθώς δημιουργούνται νέες συνδέσεις μεταξύ εγκεφαλικών κυττάρων, άλλες προϋπάρχουσες γίνονται πιο δυνατές μέσω ενίσχυσης των δεσμών τους, ενώ άλλες συνδέσεις διακόπτονται. «Η έκθεση στη νικοτίνη επηρεάζει αρνητικά αυτή την αναδιάρθρωση του δικτύου και τα αποτελέσματα αυτά παραμένουν για όλη την υπόλοιπη ζωή», άρα ειδικά για τους νέους υπάρχουν πρόσθετοι λόγοι που το κάπνισμα κάνει κακό, τονίζει ο κ. Σιγάλας.
         
Αυτό δεν αφορά μόνο τους ενεργητικούς καπνιστές, αλλά και τους παθητικούς. «Από τη στιγμή που υπάρχει έκθεση σε νικοτίνη, ακόμη και παθητική, έχει ακριβώς τις ίδιες επιπτώσεις», εξηγεί και υπογραμμίζει ότι «μερικοί έφηβοι έχουν επιπτώσεις στις γνωστικές λειτουργίες τους ήδη από την έκθεσή τους στη νικοτίνη κατά τη διάρκεια που ήσαν έμβρυα». Και επισημαίνει ότι δυστυχώς, παρά τις τόσες προειδοποιήσεις στις εγκύους, περίπου μία στις πέντε γυναίκες συνεχίζει να καπνίζει στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας – χωρίς μάλιστα σε αυτό το ποσοστό να περιλαμβάνονται όσες έγκυοι χρησιμοποιούν ηλεκτρονικό τσιγάρο.
         
Μελέτες έχουν δείξει ότι τα παιδιά που εκτέθηκαν πρόωρα στη νικοτίνη, από την κοιλιά της μητέρας τους, έχουν όχι μόνο μειωμένη ικανότητα μάθησης και χειρότερη απόδοση στο σχολείο, αλλά επίσης αυξημένο στρες και μεγαλύτερη πιθανότητα να αρχίσουν τη χρήση ναρκωτικών και να εθιστούν σε αυτά.
         
Ο Χαράλαμπος Σιγάλας σπούδασε μοριακή βιολογία στο Πανεπιστήμιο του Αμπερντίν στη Σκωτία και το 2010 πήρε το διδακτορικό του στη φαρμακολογία από το βρετανικό Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ. Έκτοτε διεξάγει μεταδιδακτορική έρευνα στο εργαστήριο της Ειρήνης Σκαλιόρα στο Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών, ειδικευόμενος, μεταξύ άλλων, στο ρόλο των νικοτινικών υποδοχέων στη λειτουργία των νευρώνων του εγκεφάλου.
         
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ