H λοίμωξη από χλαμύδια παραμένει η πιο συχνή σεξουαλικώς μεταδιδόμενη λοίμωξη στην Ευρώπη με περισσότερες από 3,2 εκατομμύρια διαγνώσεις μέσα στο χρονικό διάστημα από το 2005 ως το 2014. Η λοίμωξη είναι πιο συχνή στις νεαρές ηλικίες και στις γυναίκες. Καθώς πρόκειται για μια λοίμωξη ασυμπτωματική, τα αναφερόμενα νούμερα είναι πολύ πιθανό να μην αντιστοιχούν στην πραγματική εικόνα του προβλήματος. Οι αναθεωρημένες κατευθυντήριες οδηγίες για τον έλεγχο των χλαμυδίων στην Ευρώπη, κάνουν λόγο για τις τρέχουσες στρατηγικές έλεγχου και προτείνουν τρόπους ανάπτυξης βελτίωσης κι εφαρμογής των δραστηριοτήτων σε εθνικό ή και τοπικό επίπεδο.

Μέσα στο χρονικό διάστημα από το 2010 έως το 2014, τα ποσοστά λοίμωξης από χλαμύδια αυξήθηκαν κατά 5% μέσα στις χώρες της Ευρώπης. Κυρίως είναι νέα άτομα αυτά που διαγιγνώσκονται με τη λοίμωξη, εκ των οποίων το 63%, δηλαδή 396.000 περιπτώσεις, έχουν ηλικία 15-24.

Παράλληλα, στην Ευρώπη, τα χλαμύδια είναι το μόνο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που αναφέρεται πιο συχνά από τις γυναίκες. Αυτό ίσως συμβαίνει γιατί οι γυναίκες είναι αυτές που σε γενικές γραμμές κάνουν πιο τακτικούς ελέγχους σε σύγκριση με τους άνδρες, εξαιτίας του μεγαλύτερου κινδύνου των επιπλοκών που περιλαμβάνουν τη φλεγμονώδη νόσο της πυέλου και την υπογονιμότητα.
Η διάγνωση της λοίμωξης γίνεται άμεσα και μπορεί να θεραπευτεί αποτελεσματικά με αντιβιοτικά, αλλά ενδέχεται επίσης να προκαλέσει μη αναστρέψιμες βλάβες στα αναπαραγωγικά όργανα μιας γυναίκας. Επιπρόσθετα δεν υπάρχει διαθέσιμο εμβόλιο και μετά τη θεραπεία η γυναίκα μπορεί να μολυνθεί εκ νέου εάν δε λαμβάνει τις κατάλληλες προφυλάξεις. Η λοίμωξη μπορεί να ελεγχθεί μέσω της πρόληψης και της αποτελεσματικής θεραπείας τόσο αυτών που έχουν μολυνθεί όσο και των συντρόφων τους.

Οι ερευνητές εξέτασαν την εξέλιξη στη γνώση σχετικά με τη λοίμωξη από χλαμύδια από τη τελευταία δημοσίευση κατευθυντήριων οδηγιών το 2009 και πρότειναν την ανάπτυξη στρατηγικών και σχεδιασμών για τον έλεγχο των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων από κάθε κράτος ξεχωριστά.
Η σωστή πρωτοβάθμια πρόληψη που περιλαμβάνει τη εκπαίδευση σχετικά με την υγεία, συμπεριλαμβανομένης και της σεξουαλικής, ή την προαγωγή της χρήσης του προφυλακτικού και την ελεύθερη διανομή του, βρίσκεται στον πυρήνα της διαχείρισης των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων. Ένα πρόγραμμα προληπτικού ελέγχου θα πρέπει να ληφθεί υπόψη μετά την αποτελεσματική εγκατάσταση και λειτουργία των δράσεων πρωτοβάθμιας πρόληψης και των στρατηγικών διαχείρισης και μόνο εάν υπάρχουν διασφαλισμένοι οι πόροι που χρειάζονται για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση του προγράμματος.

Από την έκδοση των πρώτων κατευθυντηρίων οδηγιών το 2009, οι οποίες πρόσφεραν μια σταδιακή προσέγγιση στη εφαρμογή των δραστηριοτήτων πρόληψης, ο έλεγχος της λοίμωξης από χλαμύδια έχει βελτιωθεί στην Ευρώπη. Οι περισσότερες χώρες έχουν εδραιώσει ένα σύστημα παρακολούθησης. Η αύξηση τους αριθμού των λοιμώξεων επιβεβαιώνει ακριβώς την εφαρμογή των εθνικών προγραμμάτων ελέγχου που εντόπισαν τα κρούσματα.

Τα πολύ υψηλά ποσοστά λοιμώξεων από χλαμύδια όμως μέσα στην τελευταία 5ετία δείχνουν ότι η επίδραση του τρέχοντος ελέγχου έχει πολύ περιορισμένη επίδραση στο συνολικό φορτίο της λοίμωξης.
Η πραγματική συχνότητα των λοιμώξεων από χλαμύδια μπορεί να είναι σημαντικά υψηλότερη εξαιτίας της ασυμπτωματικής τους φύσης. Οι σημαντικές διαφορές στις μεθόδους εξέτασης, καθώς και στα συστήματα κάλυψης και παρακολούθησης ανά την Ευρώπη, μπορεί επίσης να έχουν σαν αποτέλεσμα πολλά κρούσματα, τα οποία είτε να μη διαγιγνώσκονται είτε να μην αναφέρονται.

Πηγή : zougla.gr