Η καθημερινή κατανάλωση πρωινού ενδεχομένως βοηθά τις υπέρβαρες γυναίκες να μειώσουν τον κίνδυνο διαβήτη, υποδεικνύει νέα έρευνα.

Η Dr. Elizabeth Thomas, του University of Colorado, δήλωσε ότι όταν οι γυναίκες παρέλειψαν το πρωινό εμφάνισαν αντίσταση στην ινσουλίνη, κατάσταση στην οποία κάποιος χρειάζεται περισσότερη ινσουλίνη για να φέρει το σάκχαρο στο φυσιολογικό εύρος. Η αντίσταση στην ινσουλίνη ήταν βραχύβια στην έρευνα, αλλά όταν η κατάσταση είναι χρόνια αποτελεί παράγοντα κινδύνου για διαβήτη, δήλωσε η Thomas. Η ερευνήτρια παρουσιάζει την τρέχουσα εβδομάδα τα ευρήματα σε συνέδριο ενδοκρινολογίας στο Σαν Φρανσίσκο.

Η Thomas δήλωσε ότι πιθανόν είναι ωφέλιμη η κατανάλωση ενός υγιεινού πρωινού, καθώς μπορεί ενδεχομένως όχι μόνο να βοηθήσει στον έλεγχο του βάρους αλλά και στην πρόληψη του διαβήτη.

Η νέα έρευνα πραγματοποιήθηκε σε 9 γυναίκες μόνο, με μέση ηλικία τα 29 έτη. Όλες ήταν υπέρβαρες ή παχύσαρκες.

Η Thomas μέτρησε τα επίπεδα ινσουλίνης και σακχάρου 2 διαφορετικές ημέρες μετά το μεσημεριανό γεύμα. Μια μέρα είχαν καταναλώσει πρωινό οι γυναίκες και την άλλη όχι.

Τα επίπεδα γλυκόζης φυσιολογικά αυξάνονται μετά το γεύμα και ενισχύεται η παραγωγή ινσουλίνης, που βοηθά τα κύτταρα να προσλάβουν τη γλυκόζη και να τη μετατρέψουν σε ενέργεια.

Ωστόσο, τα επίπεδα ινσουλίνης και γλυκόζης των γυναικών μετά το γεύμα ήταν πολύ υψηλότερα την ημέρα που παρέλειψαν το πρωινό παρά την ημέρα που επέλεξαν πρωινό.

Την ημέρα που παρέλειψαν το πρωινό χρειάστηκαν υψηλότερο επίπεδο ινσουλίνης για να χειριστούν το ίδιο γεύμα.

Υπήρχε 28% αύξηση στην αντίδραση ινσουλίνης και 12% αύξηση στην αντίδραση γλυκόζης μετά την παράλειψη του πρωινού, δήλωσε η ερευνήτρια. Πρόκειται για ελαφριά αύξηση στη γλυκόζη και μέτρια στην ινσουλίνη.

Καθώς η έρευνα παρουσιάστηκε σε συνέδριο, τα ευρήματα θα πρέπει να θεωρούνται προκαταρκτικά μέχρι να δημοσιευτούν σε επιστημονικό περιοδικό.

Ο Dr. Joel Zonszein, του Albert Einstein College of Medicine και του Montefiore Medical Center, στη Νέα Υόρκη, δήλωσε ότι η έρευνα δεν αποδεικνύει αιτιατή σχέση.