Οι γυναίκες με ρευματικά νοσήματα μπορούν να μείνουν έγκυες αλλά ενδέχεται να χρειαστεί περισσότερος χρόνος για να συλλάβουν.
    
Αυτό μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λογούς, όπως η ενεργητικότητα της νόσου η τα φάρμακα που μπορεί να λαμβάνει η ασθενής. Μελέτες έχουν δείξει ότι αν η νόσος ελέγχεται επαρκώς, 3 στις 4 γυναίκες με ρευματικό νόσημα μένουν έγκυες μέσα σε ένα έτος προσπάθειας.
    
Τα παραπάνω ανέφερε η γυναικολόγος, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Εργαστήριο Κλινικής Φαρμακολογίας, του Τμήματος Ιατρικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του ΑΠΘ Χρυσάνθη Σαρδέλη κατά τη διάρκεια της ενημερωτικής εκδήλωσης “Σχολείο Αγωγής Υγείας” που διοργάνωσε η Ελληνική Εταιρεία Αντιρευματικού Αγώνα (ΕΛΕΑΝΑ).


    
Σύμφωνα με την κ. Σαρδέλη ο καλύτερος έλεγχος των συμπτωμάτων πριν από την εγκυμοσύνη μπορεί επίσης να βελτιώσει τον έλεγχο στη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μειώνει τον κίνδυνο δυσμενέστερων εκβάσεων για την ασθενή και το μωρό της. Ο αποτελεσματικός έλεγχος της νόσου κατ τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, πρόσθεσε η κ. Σαρδέλη, μπορεί να συμβάλλει στη μείωση του κίνδυνου ανεπιθύμητων εκβάσεων όπως πρόωρος τοκετός η χαμηλότερο βάρος γέννησης. Ο σωστός σχεδιασμός και η αποτελεσματική θεραπεία μπορούν επίσης να βοηθήσουν στην αύξηση της πιθανότητας για φυσιολογικό τοκετό.
    
H περίοδος μετά τη γέννηση μπορεί να είναι δύσκολη εάν η νόσος δεν ελέγχεται καλά. Επιπλέον, πολλές ασθενείς παρουσιάζουν παρόξυνση των συμπτωμάτων μετά τον τοκετό, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει την ικανότητα τους να θηλάσουν, σε περίπτωση που το επιθυμούν. Η αποτελεσματική θεραπεία και ο έλεγχος των συμπτωμάτων μετά τον τοκετό θα βοηθήσουν στην φροντίδα της ασθενούς και του μωρού της όσο το δυνατό καλύτερα, επεσήμανε η ομιλήτρια.
    
Η διαχείριση της θεραπείας , σύμφωνα με την κ. Σαρδέλη, πρέπει να γίνεται από όλα τα μέλη της ομάδας φροντίδας της υγείας μιας γυναίκας, όπως ο ιατρός πρωτοβάθμιας φροντίδας, ο ρευματολόγος, ο νοσηλευτής, ο γυναικολόγος και πιθανώς ο μαιευτήρας και μετά την γέννα, ο παιδίατρος.

«Είναι πολύ σημαντικό όλα τα μέλη να επικοινωνούν και να κατανοούν τις ανάγκες της εγκύου ώστε να διασφαλιστούν τα καλύτερα αποτελέσματα τόσο για την ίδια όσο και για το μωρό της και το ταξίδι της εγκυμοσύνης να είναι όσο το δυνατό πιο όμοιο με εκείνο οποιασδήποτε άλλης γυναικάς. Η διασφάλιση του καλού έλεγχου της νόσου είναι καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη αυτού του στόχου. Οι γυναίκες θα πρέπει να διαβιβάζουν τα στοιχεία των ειδικών που τις φροντίζουν σε κάθε μέλος της ομάδας» πρόσθεσε η κ. Σαρδέλη.
    
Καθοριστικός ο ρόλος της σχέσης ιατρού-ασθενούς στην επιτυχία της θεραπείας
    
Στη σχέση ιατρού – ασθενούς, αναφέρθηκε μιλώντας στην ίδια εκδήλωση ο καθηγητής Κλινικής Φαρμακολογίας & διευθυντής του ομώνυμου Εργαστηρίου, Τμήματος Ιατρικής, της Σχολής Επιστημών Υγείας του ΑΠΘ τονίζοντας ότι η αλληλοεπίδραση του ασθενούς με τον θεράποντα ιατρό έχει αποδειχθεί ότι παίζει καθοριστικό ρόλο στην επιτυχημένη έκβαση του θεραπευτικού αποτελέσματος και αποδίδει επιτυχία και εντυπωσιακή μακροβιότητα ακόμα και στα πλέον περίπλοκα περιστατικά.
    
Σύμφωνα με τον ομιλητή ο ιατρός, οφείλει να ασκεί το έργο του δείχνοντας τον καλύτερο εαυτό του, να συντηρεί τις γνώσεις του και τις δεξιότητες του, να είναι υπομονετικός, να διαθέτει χρόνο και ειλικρινές ενδιαφέρον για τους ασθενείς του. Από την άλλη ο ασθενής οφείλει να αντιλαμβάνεται ότι ο ιατρός είναι άνθρωπος, βιοπορίζεται από την άσκηση της ιατρικής , έχει προσωπική ζωή, δικαίωμα λάθους και συγκεκριμένο τρόπο που ασκεί την δουλειά του.
    
Σημαντικό ρόλο στην σωστή διάγνωση της νόσου, επεσήμανε ο καθηγητής, παίζουν ο τρόπος εξέτασης, οι πληροφορίες του ιστορικού, οι εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις και οτιδήποτε αποτελεί εργαλείο διαγνωστικό στα χέρια του ιατρού.

Ο ασθενής οφείλει να σέβεται την άποψη του θεράποντα, να μην απαιτεί και αποφεύγει εξετάσεις, γεγονός που μπορεί να αποβεί ακόμα και επικίνδυνο στην εξέλιξη της νόσου.
    
«Η θεραπεία», συνέχισε ο κ. Κούβελας, «είναι επίσης ένας σημαντικός παράγοντας στην αποκατάσταση της υγείας. Τα φάρμακα και η πρόσβαση σε αυτά, η διαχείριση, η προμήθεια, η λήψη, η συμμόρφωση, η ασφάλεια και τέλος η διακοπή τους είναι σπουδαίο κεφάλαιο στην αγωγή και προαγωγή της υγείας».
    
Οι βιολογικές θεραπείες, φάρμακα υψηλού κόστους και ανάλογης θεραπευτικής αξίας, όπως ανέφερε ο ομιλητής, έχουν βελτιώσει σημαντικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες τη θεραπεία των ασθενών με συστηματικά αυτοάνοσα νοσήματα.

Σήμερα στη ρευματολογία χρησιμοποιούνται 10 βιολογικοί παράγοντες για τη θεραπεία νοσημάτων όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η ψωριασική αρθρίτιδα, η αγκυλοποιητική σπονδυλαρθρίτιδα, ενώ, νέα υποσχόμενα φάρμακα έρχονται.

Η χρήση των βιο-ομοειδών είναι μια σημαντική εξέλιξη στην κατεύθυνση της βελτίωσης της σχέσης κόστους – αποτελεσματικότητας και της μείωσης του κόστους-προσβασιμότητας των θεραπειών αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι η χορήγησή τους πραγματοποιείται με τρόπο που εγγυάται την εξίσου ασφαλή και αποτελεσματική θεραπεία των ασθενών.