Μία θαυμάστρια της Τάνιας Τσανακλίδου και της Χαρούλας Αλεξίου πήγε στο νυχτερινό κέντρο “Άνοδος” στο οποίο εμφανίζονται οι δύο γυναίκες με σκοπό να τις απολαύσει, ωστόσο η εξυπηρέτηση την έκανε να το μετανιώσει πικρά και να γράψει το παρακάτω κείμενο: «Δεν πηγαίνω συχνά στα μπουζούκια. Προτιμώ τις “μουσικές σκηνές” και λόγω ρεπερτορίου αλλά και ως κλίμα, που μάλλον μου ταιριάζει περισσότερο. Το τελευταίο μπουζουκομάγαζο που είχα πάει, πριν από κάποια χρόνια, ήταν το Άνοδος Live Stage. Ένα κανονικό μπουζουκομάγαζο, με τα όλα του, όπως πρέπει, με τα λουλούδια του, τους καπνούς από τα πούρα του, την Ελένη Φουρέιρα να κουνάει το μαλλί, τον Κώστα Μαρτάκη να λαδώνει το μαλλί, γενικά με όλη την αναπαράσταση της μπουζουκίλας που μπορεί να έχει κανείς από ταινίες και διηγήσεις: ανυπόφορο στρίμωγμα, αλαζονικό προσωπικό, μια κακοποίηση σκέτη. Το προηγούμενο Σάββατο ξαναπήγα στο Άνοδος, για να ακούσω την Αλεξίου με την Τσανακλίδου. Τους προηγούμενους μήνες τραγουδούσε εκεί ο Μάλαμας, άρα το συγκεκριμένο μαγαζί είχε κάνει “στροφή” σε άλλο ρεπερτόριο. Αυτό που δεν είχα υπολογίσει ήταν ότι το ρεπερτόριο μπορεί να άλλαξε, η μπουζουκίλα όμως έμεινε ίδια και απαράλλαχτη.

Το λάιβ κανονικά θα ξεκινούσε στις 10. Οι υπεύθυνοι μας είπαν να είμαστε εκεί από τις 9. Στις 9 ακριβώς είμαστε εκεί, μαζί με μια τεράστια ουρά έξω από την κλειστή ακόμα πόρτα του μαγαζιού, που σχηματίζει ένα μεγάλο γάμα στο πεζοδρόμιο της Πειραιώς. Μπαίνουμε λίγο πριν τις 10. Μετά περιμένουμε σε μια άλλη ουρά για να μας οδηγήσουν στο τραπέζι μας. Γύρω μας νεύρα και μουρμούρα που δυναμώνουν όσο περνάει η ώρα. Το κανονικό μας τραπέζι είναι ένα μικρό κομοδίνο για δύο άτομα με πλάτη γυρισμένη στη σκηνή. Εμείς είμαστε τέσσερις και αν καθόμασταν εκεί δεν θα είχαμε δει τίποτα. Είμαστε όμως τυχεροί γιατί μια απλή συνωνυμία μας στέλνει σε λάθος τραπέζι που είναι για 6 άτομα, δηλαδή για 4, που οι υπεύθυνοι του μαγαζιού το προόριζαν για 6. Δεν ξέρω τι απέγιναν οι 6 συνονόματοι, αν τους έβαλαν στο δικό μας τραπέζι που ήταν για 4 (δηλαδή για 2 με την πλάτη γυρισμένη στη σκηνή), πρέπει πάντως να είμαστε οι μόνοι σε όλο το μαγαζί που κάθονται σχετικά αναπαυτικά κι αυτό λόγω λάθους.

Η επόμενη ώρα περνάει σαν εκδρομή στο γήπεδο σε αγώνα αιώνιων αντιπάλων: παντού γύρω μας κόσμος τσακώνεται με τους σερβιτόρους, κάτω στην πλατεία, στον πρώτο εξώστη, στο δεύτερο εξώστη, στον τρίτο, παντού κόσμος πηγαινοέρχεται προς κάθε κατεύθυνση για να βρει το τραπέζι του, με την ελπίδα ότι έχει γίνει κάποιο λάθος και τους έβαλαν σε μικρότερο τραπέζι από αυτό που ζήτησαν και τώρα οι υπεύθυνοι θα καταλάβουν το λάθος τους και θα το διορθώσουν. Μάταια. Μπροστά μας μια τετραμελής παρέα πενηντάρηδων κάθεται σε ένα τραπέζι που κανονικά χωράει 2. Αρχίζουν να διαμαρτύρονται. Έχουν δίκιο, σκέφτομαι, αλλά πριν προλάβω να πω από μέσα μου το “δίκιο”, ακούω φωνές. Υπάρχουν παρέες που δεν έχουν τραπέζι, ή που ενώ είναι 7 τους βάζουν σε τραπέζι για 4 (που είπαμε, χωράει κανονικά 2). Υπάρχει κόσμος που δεν βρίσκει καν τραπέζι, ηλικιωμένοι που τους έχουν βάλει να καθίσουν σε ψηλά τραπέζια με σκαμπό και δυσκολεύονται να σκαρφαλώσουν, παρέες που κάθονται σε “τυφλά” τραπέζια που δεν βλέπουν τη σκηνή. Διαμαρτυρίες, φωνές, νεύρα, θυμός. Και οι υπεύθυνοι αμίλητοι. Όπου κι αν στρέψεις το βλέμμα σου συναντάς μικρές εστίες τσακωμού, απειλών, μάταιων εκκλήσεων στον υπεύθυνο του μαγαζιού. Χάος!

Το πρόγραμμα ξεκινάει στις 11 παρά τέταρτο (αντί για τις 10) και μαζί με τις τραγουδίστριες ξεκινάει και η δική μας ατέλειωτη ταλαιπωρία. Η Τάνια και η Χαρούλα τραγουδούν το ένα αγαπημένο μας κομμάτι μετά το άλλο κι εμείς ξεροσταλιάζουμε για ένα ποτήρι νερό. Ενώ καθόμαστε στο τραπέζι σχεδόν μία ώρα, κανείς δεν μας εξυπηρετεί παρά τις απεγνωσμένες μας εκκλήσεις. Τα τραγούδια συνεχίζουν κι εμείς λιώνουμε παγάκια για να αντέξουμε την δίψα, παρακαλάμε τον σερβιτόρο για λίγο κρασί, λίγο νερό, οτιδήποτε, το ζητάμε τρεις φορές, τέσσερις φορές, δεκατέσσερις φορές, εκείνος όμως δεν μπορεί να κάνει κάτι γιατί δεν είναι ο σερβιτόρος αλλά ο βοηθός σερβιτόρου και δεν είναι στη δικαιοδοσία του.

Μισή ώρα μετά την έναρξη και μιάμιση ώρα αφού έχουμε καθίσει έρχεται τελικά ο σερβιτόρος (ο κανονικός σερβιτόρος, ο ορίτζιναλ όχι η μαϊμού σερβιτόρος) να πάρει παραγγελία. Οι τραγουδίστριες συνεχίζουν τα υπέροχα τραγούδια, που δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε γιατί είμαστε εκνευρισμένοι, όπως και όλοι οι άλλοι γύρω μας. Ακούμε την Τάνια να λέει χαρούμενα τραγούδια και δεν έχουμε λίγο κρασί να χαρούμε κι εμείς, μετά λέει σπαρακτικά τραγούδια κι εμείς ακόμα λιώνουμε παγάκια για να ξεδιψάσουμε, καταλαβαίνουμε ότι είμαστε παγιδευμένοι, βρισκόμαστε στο έλεος του σερβιτόρου που δεν δείχνει κανένα έλεος, και κάπως έτσι κυλάει το πρόγραμμα της Τάνιας, χωρίς κρασί και με τα νεύρα κρόσια. Σε λίγο η Τάνια τραγουδάει το “Πάτωμα” (αν θυμάμαι καλά) κι εμείς δεν έχουμε μισό ποτήρι κρασί, από κάτω κάποιος φωνάζει “Τάνια, υποφέρουμε, κάνε κάτι” κι εμείς δεν είμαστε σίγουροι αν το λέει μεταφορικά, πάνω στην έξαψη του τραγουδιού, ή κυριολεκτικά. Η Τάνια δεν κάνει κάτι και δεν ξέρω κι αν θα μπορούσε να κάνει κάτι εκείνη την ώρα, με το μαγαζί να ασφυκτιά και τους “υπεύθυνους” να μετρούν απλά ευρωκεφάλια. Είπαμε, μπουζουκίλα! Ακούγονται και κάτι σσσσσς από τον κόσμο που παρά την ταλαιπωρία και την κακοποίηση θέλει να ακούσει το πρόγραμμα (θα έλεγα “απολαύσει” αλλά, δεδομένων των συνθηκών, αδυνατώ) και οι φωνές υποχωρούν.

Λίγο πριν η Τάνια δώσει τη θέση της στη Χαρούλα έρχεται τελικά ο σερβιτόρος που έχει πλέον αποδειχθεί ο σημαντικότερος άνθρωπος στον κόσμο γιατί υποφέρουμε από το σύνδρομο της Στοκχόλμης και τώρα πια τον αγαπάμε, τώρα θέλουμε να τον αγκαλιάσουμε, θα κάνουμε ό,τι μας πει, μπορεί και να μας ταπεινώσει όσο θέλει γιατί είμαστε υποχείρια του και τον υπακούμε τυφλά πια, δεν μας πειράζει που μας φέρνει λάθος κρασί γιατί αυτό που παραγγείλαμε έχει τελειώσει, τουλάχιστον μας έφερε νερό, τον αγαπάμε. Μας λέει ότι θα μας φέρει και φιστίκια, είναι πολύ καλός, τα φιστίκια τα φέρνει μετά από δύο ώρες, λίγο πριν τελειώσει το πρόγραμμα, εμείς εξακολουθούμε τον αγαπάμε.

Όταν βγαίνει η Χαρούλα τα έχουμε όλα, και το νερό, και το λάθος κρασί, και ένα μικρό πιατάκι με ξηροκάρπια, είμαστε ευτυχισμένοι, πίνουμε γρήγορα και μεθάμε ακόμα πιο γρήγορα μπας και κερδίσουμε λίγο από τον χαμένο χρόνο που μας στέρησαν. Το πρόγραμμα είναι ωραίο, οι δυο τους έχουν τρομερή χημεία πάνω στη σκηνή, η Τάνια έχει μια από τις πιο συγκινητικές φωνές στην Ελλάδα, η Χαρούλα δεν έχει ανάγκη να αποδείξει τίποτα, γιατί πολύ απλά έχει το καλύτερο ρεπερτόριο Έλληνα τραγουδιστή και γενικώς το πρόγραμμα, οι επιλογές των τραγουδιών και οι δυο τους πλησιάζουν το ιδανικό. Μόνο που εμείς είμαστε ήδη κουρασμένοι και ταπεινωμένοι.

Κάποια στιγμή το πρόγραμμα τελειώνει, τα φώτα ανάβουν και για πρώτη φορά απόψε ο σερβιτόρος αποδεικνύεται ταχύτατος και συνεπής. Ήρθε η ώρα να πληρώσουμε τα 140 ευρώ που μας αναλογούν! Χωρίς απόδειξη φυσικά, αλλά είπαμε, δεν ζητάμε πια τίποτα, είμαστε στο έλεος τους. Φεύγουμε βιαστικά και αναρωτιόμαστε αν αξίζουν οι δύο σπουδαιότερες τραγουδίστριες να εμφανίζονται σε ένα μπουζουκομάγαζο που κακοποιεί όσους πηγαίνουν να τις ακούσουν, αν αξίζει να δώσει κανείς 35 ευρώ για να στριμωχτεί και να περιφρονηθεί, αναρωτιόμαστε πού τελειώνουν τελικά οι ευθύνες του κάθε μαγαζιού και που αρχίζουν εκείνες του κάθε τραγουδιστή.

Το κερασάκι στην τούρτα: Η φίλη μου η Α. έχει κλείσει τραπέζι για το Σάββατο που έρχεται. Μετά το φιάσκο της δικής μας βραδιάς την πήραν τηλέφωνο και της είπαν ότι αν θέλει να ισχύσει η κράτησή της πρέπει να περάσει ένα απόγευμα από το μαγαζί και να προπληρώσει(!) το τραπέζι, γιατί, λέει, θέλουν να αποφύγουν τις ακυρώσεις τελευταίας στιγμής. Κερασάκι Νο 2: Συνάδελφος που πήρε προχθές για να κάνει κράτηση του είπαν ότι η τιμή πλέον είναι €45. Προφανώς η ποιότητα της εξυπηρέτησης τους φάνηκε εξαιρετική και είπαν να την τιμολογήσουν παραπάνω. Μπουζουκίλα»!

Η απάντηση της Τάνιας Τσανακλίδου ήταν άμεση:

«Μέσα στη σημερινή ,βαθειά μου λύπη, ήρθε και το άρθρο αυτό να με κάνει κομμάτια. Κυρίως γιατί λέει αλήθειες. Όταν πριν 3 χρόνια τα “μάζεψα” και πήγα στο χωριό, ήταν και επειδή ο επιχειρηματίας του “ζυγού” και ενώ είχα απαιτήσει πολύ φτηνό εισιτήριο(8 ευρώ) , έχοντας κατεβάσει την αμοιβή μου στο επίπεδο απλού μουσικού, λήστευε τον κόσμο χρεώνοντας του νερά, ξηρούς καρπούς κλπ σε εξωφρενικές τιμές. Είπα: Εγώ αυτούς τέλειωσα!

Φέτος, που η Χαρούλα θέλησε να δουλέψουμε μαζί, είχα τέτοια χαρά, που είπα ,μέσα!

Μου μίλησαν κι άλλοι για απαράδεκτα παρατράγουδα. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να ξαναπάω στο χωριό, και θα το κάνω αν δεν υπάρξει αλλαγή συμπεριφοράς. Λυπάμαι για όσους ταλαιπωρηθήκαν, θα πρέπει όμως να πω, πως για τις απαράδεκτες ουρές και τις καθυστερήσεις ευθύνεται και η κακή συνήθεια να έρχονται στο μαγαζί τελευταία στιγμή ενώ τους τονίζεται ότι πρέπει να βρίσκονται εκεί πριν τις 9:45 γιατί, αλλιώς, η κράτηση τους δεν ισχύει. Ευχαριστώ για το χώρο και το χρόνο, εύχομαι να μπορέσει να μπει μια τάξη. Δεν αντέχω να τραγουδώ σε θυμωμένους ανθρώπους και να διαλύομαι έτσι, ενώ θα έπρεπε μόνο χαρά να έχω γι αυτήν την τόσο όμορφη συνεργασία με την Χαρούλα. Ευχαριστώ και πάλι».