«Σύνορα η αγάπη δεν γνωρίζει» και όχι τυχαία, γιατί αυτός είναι -εκτός από στίχος μιας μεγάλης του επιτυχίας- και σύνθημα της δικής του ζωής, όπως αποκαλύπτει στην εξομολογητική και ιδιαίτερα ειλικρινή συνέντευξη που έδωσε στο «Down Town Κύπρου» ο Κώστας Χατζής.

Υπάρχει μία ιστορία γύρω από το όνομά του, ότι στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, ο Τζίμι Κάρτερ τον κάλεσε στο Λευκό Οίκο και τον συνεχάρη για τα τραγούδια του: «Δεν είναι κάτι που μ’ αρέσει να το συζητάω. Νομίζω ότι τέτοιες συζητήσεις ανήκουν σε μια άλλη «πίστα», σε καλλιτέχνες άλλου είδους. Απ’ την άλλη, αν κάνει κανείς την ανάλυση, κινδυνεύει να θεωρηθεί «ήρωας» ή κάτι πολύ σπουδαίο, που σε καμία περίπτωση δεν νιώθω. Γι’ αυτό και δεν θέλησα ούτε τότε να υπάρξουν κάμερες και δημοσιότητα ούτε τώρα».

Ο Κώστας Χατζής μίλησε επίσης για την αντιμετώπιση που υπάρχει απέναντι στη φυλή του και εξήγησε γιατί αναγκάστηκε να στείλει την κόρη του σε ιδιωτικό σχολείο: «Έχουμε καταφέρει να μη μαγειρεύουμε με καυσόξυλα, να μη φοράμε τη φουστανέλα, να μαθαίνουμε για ένα γεγονός τη στιγμή που συμβαίνει. Αλλά μερικά θέματα, όπως της ανθρωπιάς, παραμένουν τα ίδια. Αναγκάστηκα να στείλω σε ιδιωτικό σχολείο τη μικρή μου κόρη, γιατί στο δημόσιο που πήγαινε, επειδή δεν ήθελα να ξέρουν ποιος και τι, είχε δυσκολίες: ήταν η τσιγγάνα».

Τι είναι για σας «σπουδαίο»;“Το λειτούργημα. Ένας γιατρός, για παράδειγμα, που εργάζεται για τον συνάνθρωπό του. Ή ένας ιερέας”.

Δεν το κάνει σπουδαίο πως σε ό,τι έχετε καταφέρει μέχρι σήμερα, «κουβαλάτε» και τη φυλή σας που έχει κυνηγηθεί τόσο πολύ;“Κι αυτό είναι επίσης ένα θέμα που δεν θέλω να κουβεντιάζω. Γιατί αν έλεγα τι έχει κάνει για μένα η πολιτεία, από τότε που ξεκίνησα, θα πίστευε κανείς ότι το λέω για να φανώ ήρωας. Αλλά δεν είμαι ήρωας, ούτε πονεμένος. Κι αν κάποτε στα τραγούδια μου αναφερόμουν μόνο στη φυλή μου, πολύ γρήγορα κατάφερα να το ξεπεράσω, γιατί αυτό που έκανα ήταν λάθος”.

Δηλαδή;“Πίστευα ότι η αγάπη έχει σύνορα. Αλλά δεν έχει”.

Τι σας έκανε να πιστεύετε το αντίθετο;“Το ότι δεν γνώριζα. Ο πατέρας μου ήταν ένας θρησκόληπτος άνθρωπος. Νήστευε σαράντα μέρες για τα Χριστούγεννα κι άλλες τόσες για το Πάσχα και στο τέλος έτρωγε φασόλια. Και τόλμησα μια φορά και του είπα: «πατέρα, εσύ είσαι πολύ καλός άνθρωπος. Ούτε μερμήγκι δεν πατάς, παραμερίζεις για να περάσει. Δεν θα έπρεπε ο Θεός να σου δώσει σήμερα λίγο κρέας;». Αντιδρούσα. Δεν μπορούσα να καταλάβω. Διαβάζοντας, έμαθα να καταλαβαίνω και να αγαπώ. Και το να με πεις γύφτο δεν με πειράζει, γιατί αυτό είμαι”.