Σήμερα είναι η επέτειος του θανάτου του αξέχαστου Λάμπρου Κωνσταντάρα και ο γιος του Δημήτρης από τη σελίδα του στο facebook θυμάται τον πατέρα του, μέσα από τον πρόλογο που είχε γράψει στο βιβλίο του το 1997 ο Κώστας Γεωργουσόπουλος.

Σαν σήμερα, στις 28 Ιουνίου του 1985, έπεσε η αυλαία της ζωής του Λάμπρου Κωνσταντάρα, του θρυλικού Λαμπρούκου του παλιού, καλού ελληνικού κινηματογράφου. Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913 στην Αθήνα, στην οδό Πλουτάρχου 13 στο Κολωνάκι, ενώ η καταγωγή του ήταν από την Κωνσταντινούπολη.

 Ήταν αδελφός της ηθοποιού Μίτσης Κωνσταντάρα και πατέρας του πρώην βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Δημήτρη Κωνσταντάρα, ο οποίος του χάρισε δύο εγγόνια, την Παυλίνα το 1974 και τον Λάμπρο το 1979.
 Το 1930 κατατάχθηκε μετά από επιμονή της οικογένειάς του και χωρίς τη δική του θέληση στη Σχολή Υπαξιωματικών Ναυτικού στην Κέρκυρα, από όπου τελικά δραπέτευσε κολυμπώντας. Γλίτωσε το Στρατοδικείο μετά από ενέργειες της οικογένειάς του.
 Το 1934 μετέβη στο Παρίσι προκειμένου να σπουδάσει χρυσοχόος, με σκοπό να αναλάβει στη συνέχεια το οικογενειακό χρυσοχοείο στο κέντρο της Αθήνας. Εγκατέλειψε τις σπουδές του και έκανε διάφορες δουλειές, ώσπου τον ανακάλυψε ο Γάλλος σκηνοθέτης Λουί Ζουβέ να παίζει ως κομπάρσος σε θεατρική παράσταση. Σπούδασε στο Παρίσι στη θεατρική σχολή του σπουδαίου αυτού Γάλλου θεατράνθρωπου, το θέατρο “Ατενέ”, από όπου αποφοίτησε το 1933. Έκανε το θεατρικό του ντεμπούτο το 1937 στη γαλλική πρωτεύουσα και το καλοκαίρι του 1938 επέστρεψε στην Ελλάδα, ξεκινώντας πλέον καριέρα ηθοποιού.
 Την ίδια χρονιά εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα, στο έργο “Τα παράσημα της γριούλας”. Ακολούθησαν ρόλοι σε έργα όπως “Το στραβόξυλο”, “Ο μισάνθρωπος”, “Ο παίχτης”, “Η κυρία χωρίς καμέλιες” και “Τα παιδιά του Εδουάρδου”, με θιάσους όπως των Μιράντας-Παππά και Μουσούρη-Αρώνη.
 Σχημάτισε το δικό του θίασο με τη Μιράντα, την Τζένη Καρέζη, τη Μάρω Κοντού και τον Νίκο Ρίζο, ενώ συνεργάστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, την Έλλη Λαμπέτη κ.ά.
 Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής, κυρίως, μέσα από τη μεγάλη οθόνη. Υπήρξε πρωταγωνιστής από την πρώτη κιόλας ταινία του, “Το τραγούδι του χωρισμού” (1940), ενώ κράτησε τους πρώτους ρόλους και σε περίπου 80 ακόμα ταινίες. Ξεχωρίζουν: “Η Λίζα και η Άλλη” (1961), “Η Αλίκη στο ναυτικό” (1961), “Η βίλα των οργίων” (1964), “Η χαρτοπαίχτρα” (1964), “Υπάρχει και φιλότιμο” (1965), “Η γυναίκα μου τρελάθηκε” (1966), “Η κόρη μου η σοσιαλίστρια” (1966), “Ο γεροντοκόρος” (1967), “Ο στρίγκλος που έγινε αρνάκι” (1967) κ.ά.
 Το 1969 κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία του στην ταινία “Ο Μπλοφατζής” (1969). Η τελευταία του ταινία ήταν “Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ” (1981). Στην τηλεόραση ξεχώρισε με το ρόλο του γυναικοκατακτητή Ζάχου Δόγκανου στο σίριαλ “Εκείνες και εγώ” (1976).
 Παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο την ηθοποιό Γιούλη Γεωργοπούλου το 1945 και σε δεύτερο τη Φιλιώ Κεκάτου το 1971.
 Το πηγαίο ταλέντο του Λάμπρου Κωνσταντάρα διαφαίνεται μέσα από τη μεγάλη γκάμα των ρόλων που ερμήνευσε, τόσο στον κινηματογράφο, όσο και στο θέατρο. Στα πρώτα του βήματα εμφανίστηκε σε δραματικούς ρόλους, ακόμη και ως ζεν-πρεμιέ, ενώ στη συνέχεια ειδικεύτηκε σε πιο κωμικούς, ως φίλος ή πατέρας – καλοσυνάτος, ανοιχτόκαρδος, ακόμη και αυστηρός πότε-πότε, γυναικάς και χιουμορίστας.
 Ο γνωστός κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου τού γιου τού ηθοποιού, Δημήτρη Κωνσταντάρα, “Μέσα απ’ τα δικά μου μάτια”, για τον Λάμπρο Κωνσταντάρα:
 «Εδώ και 40 χρόνια με ακολουθεί μια συνταρακτική θεατρική σκηνή. Είναι μια από τις σπάνιες εκείνες στιγμές που ο χρόνος παγώνει, η ροή ανακόπτεται και το παν ακινητεί. Μία χειρονομία, μια κραυγή, μια γυρισμένη πλάτη, ένα τικ, μια είσοδος, μια έξοδος μάς πιστοποιούν πόσο μεγάλη τέχνη είναι η υποκριτική και πώς μπορεί να πυκνώσει σε μια στάση ή έναν ήχο το συνταρακτικό γεγονός της υπάρξεως, μέσω της μίμησης πράξεων.
 Ήταν το 1956 στο Δημοτικό Πειραιώς, όταν ο θίασος του Μάνου Κατράκη έπαιξε το έξοχο αντιπολεμικό έργο του Σέριφ “Το τέλος του ταξιδιού”. Στο φινάλε του πρώτου μέρους μέσα στο αμπρί έχει μείνει ένας αξιωματικός μόνος, που έπρεπε να πάρει μιαν απόφαση θανάτου. Να αποφασίσει μιαν έξοδο χωρίς ελπίδα καμιά.
 Το ρόλο έπαιζε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας. Όταν έμεινε μόνος, άναψε το τσιμπούκι του και το κάπνισε, όπως το τελευταίο τσιγάρο ο κατάδικος πριν από την εκτέλεση. Πλάτη στο κοινό, ο μεγάλος εκείνος ηθοποιός, με λιτότητα, με εσωτερική συγκίνηση, βίωσε μιαν εκρηκτική σιωπή που θαρρείς πως κράτησε αιώνες.
Θεωρώ αυτήν την υποκριτική στιγμή ανάλογη με την έξοδο του Μινωτή ως “Οιδίποδα στον Κολωνό”, την πλάτη του Κατράκη στον “Ηλίθιο”, τον κυνηγημένο “Ορέστη” του Κωτσόπουλου στις “Χοηφόρες”, το θρήνο της Εκάβης-Παξινού όταν αντικρίζει τον Πολύδωρο, το “τικ” της Λαμπέτη-Μπλανς όταν της περνάνε το ζουρλομανδύα, του Χορν στην “Εξομολόγηση του Ριχάρδου του Β'”.
 Ο Κωνσταντάρας ήταν ένας υπέροχος ηθοποιός ρυθμού. Είχε τη σπάνια αίσθηση του θεατρικού χρόνου. Βίωνε τις παύσεις και γέμιζε συναίσθημα τις σιωπές. Γνώριζε την αξία του δραστικού λόγου, δηλαδή τον τρόπο να λειτουργούν οι λέξεις ως ήχοι που κινητοποιούν το σώμα και ωθούν τη δράση. Για αυτό έπαιξε δράμα, κομεντί, κωμωδία και φάρσα χωρίς διάκριση με την αυθεντία που προκύπτει από την τέλεια κατοχή των εκφραστικών μέσων.
Το μεγάλο κοινό τον γνώρισε από τις κινηματογραφικές του επιτυχίες, όπου κυριαρχούσε συνήθως η εικόνα ενός πληθωρικού, ώριμου μπον βιβέρ. Ακόμα, μπορεί να τον αναγνώριζε στις έξοχες μπαλαφαρίες του και στους αυτοσχεδιαστικούς οίστρους του. Όμως, πίσω από την καθόλου εύκολη αυτή – από απόψεως τεχνικής – εικόνα, υπήρχε ο Κωνσταντάρας με την άρτια τεχνική, τη δραματική στόφα, τη γαλλική χάρη και την άτεγκτη επαγγελματικότητα.
 Χαριτωμένος άνθρωπος, καλλιεργημένος, στοχαστικός στην πραγματικότητα, παρ’ όλη τη γλεντζέδικη ζωή του, ένας μοναχικός και εσωστρεφής καλλιτέχνης, γέμισε τη ζωή μας με ρυθμούς, ανεπανάληπτους χαρακτήρες, ευφάνταστους τύπους και πλούτισε την παραστασιολογία με σημάνσεις που δημιούργησαν πρότυπα. Το γεγονός πως δεν μπόρεσε κανείς να τον μιμηθεί και κανείς δεν τον αντικατέστησε σημαίνει ότι προσκόμισε στο θέατρό μας μια σπάνια υποκριτική γνησιότητα και μια βαθιά χαρακτηρολογική ελληνικότητα. Ήταν ένας Ζαν Γκαμπέν, ένας Ζαν Μαρέ, ένας Φερναντέλ και ένας Λουί ντε Φινές ταυτοχρόνως!».
 Τα τελευταία χρόνια τα πέρασε στη Βάρκιζα. Πέθανε στο “Ασκληπιείο” της Βούλας. Νωρίτερα (1978 και 1983) είχε υποστεί δύο εγκεφαλικά επεισόδια. Κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
 Το 2008 ένα θέατρο στο Αιγάλεω ονομάστηκε “Θέατρο Λάμπρος Κωνσταντάρας” σε αναγνώριση της συνεισφοράς του στο ελληνικό θέατρο και τον κινηματογράφο.