Πρόκειται για έναν από τους κορυφαίους frontman στην ιστορία της rock ‘n’ roll, έναν από τους πιο δημοφιλείς αστέρες του πλανήτη και μια από τις πιο επιδραστικές μουσικές φιγούρες που έχουν υπάρξει. Με πάνω από πέντε δεκαετίες πορείας στο χώρο, ο τραγουδιστής των Rolling Stones, έχει αποκτήσει διαστάσεις θρύλου, ξεχωρίζοντας για την χαρακτηριστική του φωνή και φυσικά την εκρηκτική σκηνική του παρουσία.
Ο Mick Jagger κλείνει σήμερα τα 73 του χρόνια έχοντας κάνει μία τεράστια πορεία στον χώρο της μουσικής καθώς είναι μουσικός, στιχουργός αλλά και βασικός τραγουδιστής και ιδρυτικό μέλος των Rolling Stones.
Όπως αναφέρει το «rockoverdose.gr» ο θρυλικός τραγουδιστής είναι γόνος μεσοαστικής οικογένειας, με πατέρα δάσκαλο και μητέρα κομμώτρια, γεννήθηκε στο Dartford της Αγγλίας, όντας το μεγαλύτερο από τα δύο αγόρια της οικογένειας. Ήταν καλός μαθητής και δημοφιλής μεταξύ των συμμαθητών του. Από νωρίς έδειξε σημαντικό ενδιαφέρον για την Αμερικανική blues και την R&B, οπότε στα 14 χρόνια του έλαβε την πρώτη του κιθάρα. Ως έφηβος, μάζευε blues δίσκους ονομάτων όπως οι Muddy Waters και Howlin’ Wolf.Εμπνευσμένος απ’ τα ακούσματά του, θέλησε ν’ ασχοληθεί πιο ενεργά με τη μουσική και ξεκίνησε μαζί με το φίλο του Dick Taylor μια μπάντα, τους «Little Boy Blue and the Blue Boys», αναλαμβάνοντας το ρόλο του τραγουδιστή.
Το 1960, έγινε δεκτός στο London Scholl of Economics και μετακόμισε στην βρετανική πρωτεύουσα. Παράλληλα συνέχισε να δουλεύει στο συγκρότημα, προσθέτοντας σύντομα ως νέο μέλος της τον κιθαρίστα, Keith Richards, με τον οποίο γνωρίζονταν αφού μεγάλωναν αμφότεροι στο Dartford. Εξερευνώντας την αναδυόμενη blues σκηνή του Λονδίνου οι δυο τους, σύχναζαν για κάποιο χρονικό διάστημα στο Ealing Club, όπου έτυχε να παρακολουθήσουν μία εμφάνιση των «Blues Incorporated» με guest συμμετοχή του κιθαρίστα Brian Jones, από τις ικανότητες του οποίου εντυπωσιάστηκαν. Λίγο αργότερα, ο Jagger, τραγούδησε και αυτός ως guest με το ίδιο γκρουπ. Η συνέχεια βρήκε τους Jagger, Richards και Taylor να ενώνουν τις δυνάμεις τους με τον Jones, που επιθυμούσε να ξεκινήσει ένα δικό του συγκρότημα και κάπως έτσι σχηματίστηκε η πρώιμη μορφή των «Rolling Stones». Η μπάντα (που περιλάμβανε επίσης τον Brian Jones ως δεύτερο κιθαρίστα, τον μπασίστα Bill Wyman και ντράμερ τον Charlie Watts), υιοθέτησε για ήχο της ένα μείγμα από το rock ‘n’ roll του Chuck Berry και το ακατέργαστο blues ύφος του Muddy Waters, δημιουργώντας ένα στυλ που αντιγράφηκε όσα λίγα με τον καιρό. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60, οι «Rolling Stones» συναγωνίζονταν τους «Beatles» ως το πιο δημοφιλές ροκ συγκρότημα του κόσμου, κυκλοφορώντας κλασσικά κομμάτια που τους καθιέρωσαν όπως το «Paint it black», «(I Can’t get no) Satisfaction» κ.α.
Το 1967, η προσωπική του ζωή έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες, όταν αυτός και η φίλη του, η επίσης τραγουδίστρια Marianne Faithfull, συνελήφθησαν μαζί με τον Keith Richards και άλλους από τις αρχές για κατοχή και χρήση ναρκωτικών και παράνομων ουσιών. Τόσο ο Jagger όσο και ο Richards οδηγήθηκαν στο δικαστήριο όπου καταδικάστηκαν, μετά από προσφυγή όμως που έκαναν γλίτωσαν τελικά τις ποινές. Δύο χρόνια μετά, το ζευγάρι συνελήφθη και πάλι για κατοχή ναρκωτικών, όλα αυτά όμως δεν είχαν αντίκτυπο στην επιτυχία των Stones, το όνομα των οποίων έπαιρνε ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις. Το 1970, ο τραγουδιστής άρχισε ν’ ασχολείται επίσης με την υποκριτική, συμμετέχοντας σε δύο ταινίες, ενώ επίσης είχε γίνει ένας διάσημος playboy. Σε συνδυασμό και με την κλιμάκωση της χρήσης ναρκωτικών, η ποιότητα της μουσικής του γκρουπ άρχισε να μειώνεται, κυκλοφορώντας δίσκους το περιεχόμενο των οποίων ποικίλε από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι και τις αρχές των 80’s, με τη δημοτικότητα τους ωστόσο να συνεχίζει να διατηρεί τις πελώριες διαστάσεις της. Εκείνη περίπου την εποχή ξεκίνησε διαμάχη μεταξύ του καλλιτέχνη και του Richards, σχετικά με τη μουσική κατεύθυνση της μπάντας. Ο Jagger επιθυμούσε έναν περισσότερο pop – dance προσανατολισμό, ενώ ο κιθαρίστας ήθελε να παραμείνουν συνεπείς στις rock ‘n’ roll – blues ρίζες τους. Έτσι, δόθηκε το έναυσμα στον Jagger να ξεκινήσει τη σόλο καριέρα του, ηχογραφώντας ένα άλμπουμ στο στυλ που το επιθυμούσε, το «She’s the Boss», που κυκλοφόρησε το 1985.
Με τη βοήθεια και των αρκετών βίντεο κλιπ που γύρισε, τα οποία είχαν έντονη αναμετάδοση από το MTV, ο δίσκος έγινε πλατινένιος. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, μαζί με τον David Bowie, ηχογράφησαν μια διασκευή του τραγουδιού «Dancing in the street» για λογαριασμό του Live Aid, τα έσοδα του οποίου διατέθηκαν για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Το 1986, οι «Rolling Stones» κυκλοφόρησαν το «Dirty Work», με τις σχέσεις Jagger – Richards να πηγαίνουν όλο και χειρότερα σε σημείο που δεν έγινε καν περιοδεία για την προώθηση του άλμπουμ. Για τα επόμενα χρόνια, οι δυο τους μετά βίας μιλούσαν ο ένας στον άλλο, εξαπολύοντας κατηγορίες στον Τύπο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο ερμηνευτής, προσπάθησε να κάνει την προσωπική του καριέρα εξίσου επιτυχημένη με το συγκρότημα, διοχετεύοντας όλη του την ενέργεια στην δεύτερη σόλο προσπάθειά του. Αν και το «Primitive Cool», έλαβε καλύτερες κριτικές απ’ τον προκάτοχό του, πέρασε σχεδόν απαρατήρητο από το αγοραστικό κοινό. Η εμπορική αποτυχία, τον οδήγησε στα πιο σίγουρα λημέρια των Stones, με τους οποίους ξεκίνησε ηχογραφήσεις, που οδήγησαν στο «Steel Wheels» του 1989 και σε επακόλουθη πετυχημένη εκτενή περιοδεία. Η δεκαετία που ακολούθησε, τον βρήκε να εκδίδει μια τρίτη σόλο δουλειά και να συνεχίζει να ηχογραφεί με την μπάντα του. Μπαίνοντας πια στη νέα χιλιετία, επιχείρησε και τέταρτο προσωπικό βήμα μετά από διάστημα δέκα ετών, με guest εμφανίσεις και άλλων ονομάτων, ενώ επίσης ξεκίνησε να ασχολείται με την παραγωγή ταινιών.