Μιλώντας για τον αδικοχαμένο μεγάλο έρωτα της , που «έφυγε» από τη ζωή λίγο πριν τον γάμο τους, η Μιμή Ντενίση ακόμα και σήμερα δακρύζει. Σε συνέντευξή της στο «Βήmagazino» αναφέρθηκε στους άντρες που τη σημάδεψαν, τα διαζύγιο αλλά και τον άντρα που τη σημάδεψε για πάντα.

Η γνωριμία σας με τον Γιάννη Φέρτη έγινε αργότερα;

«Ναι. Γνωριστήκαμε στην πρώτη ανάγνωση του “Συμβολαιογράφου”. Toν ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά. Αυτό το παρουσιαστικό, αυτή η φωνή. Εκείνος, πάλι, δεν μου έδινε καμία σημασία. Όλο πλάκες μού έκανε και κόντρες. Πέρασε καιρός να εκδηλωθεί. Είναι κλειστός άνθρωπος ο Γιάννης. Τελικά παντρευτήκαμε».

Είχατε ένα δύσκολο διαζύγιο, όμως.

«Δύσκολο από την άποψη ότι εγώ τον αγαπούσα τον Γιάννη όταν χωρίσαμε. Δεν ήμουν, όμως, πλέον ερωτευμένη. Είχα ερωτευτεί ήδη τον Αντώνη Τρίτση, γιατί υπήρχε μεγάλη απόσταση μεταξύ μας. Εκείνος, νομίζω, κατάλαβε πόσο με αγαπούσε αφού χωρίσαμε. Κατά τη διάρκεια του γάμου μας εγώ ήμουν αυτή που ασχολιόμουν. Σε κάθε περίπτωση, ήταν μια πυγμαλιωνική σχέση. Ο Γιάννης είναι ο άνθρωπος που μου έμαθε τι σημαίνει θεατρικό ήθος. Σήμερα έχουμε πολύ καλές σχέσεις».
Θα θέλατε να παίξετε ξανά μαζί;
«Εγώ, με μεγάλη μου χαρά. Εκείνος, δεν ξέρω…».

Πάντα λέτε ότι ο Αντώνης Τρίτσης ήταν ο μεγάλος σας έρωτας…

«Ο Αντώνης ήταν ο έρωτας που ονειρεύεται η κάθε γυναίκα. Ο άνδρας που ήταν γοητευτικός, που ήταν σέξι, που ήταν πανέξυπνος, που ήταν μορφωμένος, που ήταν αθλητικός, που ήταν και νευρόσπαστο, βέβαια. Μιλάγαμε όλη νύχτα, μου έγραφε γράμματα, του έγραφα, ερχόταν στο θέατρο και κρατούσε το χέρι μου στην κουίντα. Θυμάμαι είχε φύγει ξαφνικά τότε στη Βαγδάτη με τον πόλεμο χωρίς να μου το πει και ανοίγω το CNN και τον βλέπω να πηδά ανάμεσα σε κάτι βόμβες. Λέω “Χριστέ μου, δεν μπορεί να είναι αυτός”. Δεν ξέρω μέσω ποιας πρεσβείας μού έστειλε μήνυμα ότι ήταν απαραίτητο να πάει. Μυθιστορηματική σχέση».

Η ζωή σας θα ήταν διαφορετική αν ζούσε;

«Τον έχασα όταν ήμασταν στα πρόθυρα του γάμου. Είπαμε, όμως, “σχέση-μυθιστόρημα”. Είχα ράψει το νυφικό μου στη Σήλια Κριθαριώτη, το έχω κρατήσει, οι άδειες είχαν βγει. Και μετά έγινε αυτό. Πήγα στο νοσοκομείο. Είχε ακόμη τις αισθήσεις του. “Eσύ δεν έπρεπε να έλθεις εδώ” μου είπε. “Δεν θέλω να με θυμάσαι έτσι”. To βράδυ που έφυγε έκλαιγα ασταμάτητα. Είχα ανεβάσει σαράντα πυρετό, άσπρισε μια τούφα από τα μαλλιά μου. Πρώτη είχε έρθει η Μελίνα. Κάθισε μαζί μου όλο το βράδυ. Yποτίθεται ότι δεν μιλούσαν, για αυτό που είχε γίνει τότε με τη δημαρχία. Τον αγαπούσε και την αγαπούσε. Ο θάνατός του με τσάκισε. Άφησα το θέατρο. Ταξίδεψα πολύ και ρίχτηκα ξανά στη δουλειά για να το ξεπεράσω».

Στη ζωή σας αργότερα μπήκε ένας ακόμη σημαντικός άνδρας, ο πρόεδρος της Τσεχίας Βάτσλαβ Χάβελ.

«Τον πρόεδρο Χάβελ, μολονότι η σχέση μας υπήρξε ερωτική, τον θεωρούσα πάντα έναν μεγάλο φίλο. Υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του 20ού αιώνα, ένας μεγάλος φιλόσοφος και θεατρικός συγγραφέας. Είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας. Η σχέση μας ήταν περισσότερο πνευματική, κουβέντες γύρω από το θέατρο και τη φιλοσοφία. Μου γνώρισε όλους τους διανοούμενους της Τσεχίας, από τον Μίλος Φόρμαν, τον σκηνοθέτη του “Aμαντέους” και της “Φωλιάς του κούκου”, μέχρι τον Γίρι Μένζελ, τον σκηνοθέτη της ταινίας “O άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν”».