Μου έδωσε ραντεβού στον χώρο εργασίας της. Ίσως γιατί εκεί αισθανόταν πιο σίγουρη. Περίμενα να δω ένα πλάσμα σοκαρισμένο. Έκανα λάθος. Ήταν βαθιά πληγωμένη. Αηδιασμένη γι’ αυτό που της συνέβη. Κυρίως όμως αποφασισμένη να μιλήσει. Αισθάνθηκα αμήχανα στην αρχή. Δεν ήξερα από που να αρχίσω. Σου έδινε την εικόνα κάτι εύθραυστου που αν το άγγιζες σε λάθος σημείο μπορούσε να σπάσει. Η πείρα μου φάνηκε αδύναμη να με βοηθήσει και αναγκάστηκα να καταφύγω στο ένστικτο μου. Άφησα την ψυχή μου να με οδηγήσει. Είχε μια άλλη ομορφιά η Γεωργία. Εκείνη της αθωότητας που σε αφοπλίζει.

Κάποια στιγμή πάνω στην κουβέντα ξεστόμισε κάτι που με έκανε ράκος: «Όταν πήγα στο πάρτι με μια φίλη μου είδα κόσμο που δεν μου άρεσε. Λίγο κυριλέ. Το συζητήσαμε και αποφασίσαμε να καθίσουμε μόνες σε μια γωνία, μέχρι τη στιγμή που με κέρασαν ένα ποτό. Είχα πιει σαμπάνια και εκείνο που με κέρασαν δεν ήξερα τι είναι. Η φίλη μου ζήτησε να φύγουμε και εγώ σκέφτηκα “πρωτοχρονιάτικα να πάω που;”. “Εσύ θα γυρίσεις στο σπίτι με την οικογένειά σου”, της είπα. “Εγώ δεν έχω κανέναν. Μόνο οι τοίχοι με περιμένουν”. Από την αστυνομία έμαθα ποιοι ήταν οι τρεις που με άρπαξαν στο ασανσέρ όταν προσπάθησα να πάω στο δωμάτιο μου. Οι δύο ήταν οι αδερφοί Λεβέντη».

Διαβάστε περισσότερα στο zougla.gr: