Η Δήμητρα Παπαδήμα που αυτή τη περίοδο πρωταγωνιστεί στο θεατρικό έργο «Το Αγρίμι», μίλησε στην εφημερίδα On Time για τα παιδικά της χρόνια, τους φόβους και την ανασφάλεια που αντιμετώπισε.

Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;

Γεννήθηκα ανάποδα, με τα πόδια, από δύο καταθλιπτικούς γονείς, οπότε τούς μεγάλωσα. Δεν με μεγάλωσαν. Με εξάντλησε η ανωριμότητά τους. Έζησα από πολύ μικρή με το «βουητό» ενός οικογενειακού μυστικού στα αυτιά μου, πως είμαι από άλλον πατέρα, ο οποίος ήταν τραγουδιστής στα πανηγύρια. Έμεινε αδιευκρίνιστο. Δεν έμαθα ποτέ την αλήθεια από τους γονείς μου.

Δεν με στήριξαν σε τίποτα και για τίποτα. Έπρεπε να δουλεύω για να προσφέρω στην οικογένεια. Νόμιζα πως αυτό έπρεπε να κάνω. Βίωσα φόβο που μου έμεινε για πολλά χρόνια κι ύστερα μετατράπηκε σε οργή. Ειδικά προς τη μητέρα. Πέθανε πριν από 7 μήνες. Μου φίλησε το χέρι, ευχαριστώντας με για όσα έκανα για την οικογένεια.

Φόβος, οργή. Πολύ δύσκολα συναισθήματα, ειδικά για ένα παιδί. Είναι μεγάλη η πληγή;

Ναι, είναι. Έχω πληγωθεί πολύ, γι’ αυτό ήμουν ένα μοναχικό παιδί. Μου απαγόρευσαν ακόμα και να σπουδάσω, αν και πέρασα στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης, γιατί έπρεπε να δουλέψω για να φροντίσω τα δίδυμα μικρότερα αδέλφια μου. Ήμουν 18 χρονών και πήγαινα κρυφά στη Σχολή Κλασικού Χορού της Ραλλούς Μάνου, γιατί από παιδί λάτρευα τον χορό, κι αργότερα στη Δραματική Σχολή Βεάκη.

Όταν το έμαθε ο πατέρας μου, θυμάμαι να με σημαδεύει με την καραμπίνα! Τότε σκέφτηκα ότι η σφαίρα θα βγει από την πλάτη στο στήθος μου και δεν θα πάθω τίποτα, γιατί ένιωθα πολύ δυνατή! Αυτή τη σκηνή την έχω γράψει έτσι ακριβώς – και δεν είναι μυθοπλασία – στο μυθιστόρημά μου με τίτλο «Όλα Μαύρα», το οποίο θα κυκλοφορήσει σύντομα. Είναι μία μαύρη κωμωδία, γιατί εγώ πλέον έτσι βλέπω τη ζωή.

Τελικά, ευτυχώς, ο πατέρας μου δεν το έκανε. Η μητέρα μου, δυστυχώς, ήταν αμέτοχη σε όλα. Ακόμα και σήμερα έχω οργή μέσα μου, παρόλο που τη φρόντισα μέχρι την τελευταία της στιγμή. Με πόνεσε πολύ, είναι πληγή αγιάτρευτη.

Μεγάλες δυσκολίες, τραυματικές μνήμες. Πού δουλεύατε;

Από 17 χρονών δούλευα υπάλληλος σε μία ασφαλιστική εταιρεία και περνούσα τα χίλια μύρια, γιατί ήμουν και ωραία. Το τι πέρναγα δεν λέγεται, η φύση όμως με προστάτεψε κι έμεινα όπως έμεινα, δεν με άγγιξε ποτέ άνθρωπος που δεν ήθελα. Έχουν φάει κάποιοι κάτι σφαλιάρες που «κόλλαγαν» στον τοίχο και μετά μου ζητούσαν συγγνώμη.