Συνέντευξη στην εκπομπή «Πάμε Δανάη» παραχώρησε ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος. Ο γνωστός ηθοποιός, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στην τηλεόραση και τα social media ως ναρκωτικά, ενώ αποκάλυψε τον λόγο για τον οποίον απείχε από τις συνεντεύξεις.

«Μεγάλωσα με τους ηθοποιούς που νόμιζα ότι ήταν συγγενείς μου. Η θεία Ρένα, ο θείος Ντίνος, ο θείος Κώστας, ο θείος Θανάσης… Έπαιξε ρολό το ότι λάτρευα του παλιούς ηθοποιούς και έγινα αργότερα, κατά κάποιο τρόπο, ηθοποιός. Η τηλεόραση τότε κρατούσε το μύθο του πρωταγωνιστή. Σήμερα πρώτα βλέπεις τι τρώνε και τι κάνουνε και μετά λες “παίζει εδώ, άρα είναι ηθοποιός”. Όποιος πει ότι η δουλειά του ηθοποιού δεν έχει δυσκολίες είναι ψεύτης. Σε όποιο σημείο και αν φτάσει η καριέρα σου οι δυσκολίες δεν σταματάνε», είπε αρχικά ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος.

Και συνέχισε: «Η τηλεόραση μπορεί να γίνει επικίνδυνο ναρκωτικό. Εάν θέλεις απλώς να υπάρχεις στην τηλεόραση μπορεί να κάνεις ό,τι χαζομάρα σου έρθει, μπορεί να φτάσεις σε σημείο να λες τι έφαγα χτες, τι έκανα προχτές, με ποιον ήμουν, πόσο ερωτευμένος είμαι, μόνο και μόνο για να υπάρχεις. Κάποια πράγματα στην τηλεόραση μου θυμίζουν ένα κακό παρελθόν. Γιατί να πέφτουν τόσα λεφτά και να γίνεται κάτι που δεν κοιτάζει πολύ μπροστά;».

Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος είπε στη συνέχεια: «Πέρα από το βιοπορισμό, μέσα από τη διαφήμιση μου δίνεται η ευκαιρία να νιώσω για μία δύο μέρες πως μπορεί να είναι να δουλεύεις στο Χόλιγουντ. Στη διαφήμιση νιώθεις ότι όλα γίνονται με ένα μαγικό και εξαίσιο τρόπο απ’ ό,τι μπορεί να γίνει σε μία σειρά που τρέχουν για να βγάλουν χίλια επεισόδια.

Κλείνοντας, ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος αναφέρθηκε στις απώλειες που βίωσε στη ζωή του και τον στιγμάτισαν, καθώς ήταν πολύ δύσκολο να τις διαχειριστεί: «Αυτό που με ζόρισε στη ζωή είναι που στα 50 μου έζησα απώλειες. Είναι πολύ δύσκολο να διαχειριστείς απώλειες συνομήλικων φίλων σου. Με τις απώλειες έχασα τον εαυτό μου, ήταν ένας λόγος που δεν έδινα συνεντεύξεις για δύο χρόνια. Έζησα και την παρ’ ολίγον απώλεια της μητέρας μου από τον κορωνοϊό, η οποία ήταν διασωληνωμένη για 17 μέρες. Όλοι ξέρουμε που θα καταλήξουμε και πρέπει ο καθένας μας να φροντίζει το ταξίδι να είναι όμορφο και με ωραίους συνεπιβάτες».