Πώς προσεγγίζουμε την έννοια του ρόλου του φύλου από την πολύ μικρή ηλικία μας, είναι μια «ιστορία» με πολλές θεωρίες! Όταν λέμε έννοια του ρόλου του φύλου εννοούμε το σύνολο των στοιχείων, που έχει το συγκεκριμένο φύλο (αγόρι η κορίτσι) με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, συμπεριφορές και συναισθήματα.

Κατά τους ψυχαναλυτές, με κύριο εκπρόσωπό τους τον Freud και σύμφωνα με το mother.gr, το παιδί αποκτά το ρόλο του φύλου με την ταύτιση με τον γονέα του ιδίου φύλου. Δηλαδή μιμείται τη συμπεριφορά και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του γονέα, με τον οποίο έχουν το ίδιο φύλο και αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό γύρω στα 4 εως 5 χρόνια του παιδιού.

Κατά τους συμπεριφοριστές (κοινωνική μάθηση), η έννοια του ρόλου αποκτιέται με τη μίμηση του προτύπου και την ενίσχυση. Δηλαδή το παιδί αντιγράφει τη συμπεριφορά των ενηλίκων, ιδιαίτερα εάν αυτή ενισχύεταιβ ή αμείβεται πχ. μιμείται πιο πρόθυμα το πρότυπο αυτού που έχει δύναμη, ή το ρόλο τον οποίο επιβραβεύουν οι γονείς.

Κατά του οπαδούς της γνωστικής θεωρίας, ο ρόλος του φύλου είναι μια έννοια, όπως όλες οι άλλες έννοιες που διαθέτει το άτομο και αναπτύσσεται κι αυτή όπως οι υπόλοιπες, (αρχικά ως προέννοιες, κατηγοριοποιήσεις με βάση εξωτερικά χαρακτηριστικά κλπ)

Πρώτα, η έννοια της ταυτότητας του φύλου στο παιδί, ξεκινά με την εκμάθηση των λέξεων «αγόρι», «κορίτσι», όπως μαθαίνει και τόσες άλλες ονομασίες και αρχικά οι λέξεις αυτές είναι προέννοιες δηλαδή λέξεις με αυθαίρετες και ασαφείς σημασίες. Αργότερα γίνονται περισσότερο κατανοητές από το παιδί, ως προς τις ανατομικές διαφορές των δυο φύλων. Στα 5 χρόνια, που το παιδί αποκτά λογική σκέψη (και καταλαβαίνει πως όλα τα αντικείμενα ανήκουν σε κατηγορίες με κοινά ή διαφορετικά χαρακτηριστικά,) διαπιστώνει πως το φύλο του το καθορίζουν συγκεκριμένες μορφές συμπεριφοράς, που καλείται να τις μιμηθεί, με βάση τις εμπειρίες του.

Είναι σημαντικό ότι τα παιδιά από την ηλικία των 5 αναγνωρίζουν το φύλο και τη σταθερότητά του στη ζωή τους.

Η ταυτότητα του φύλου, όπως έχει αποδειχθεί από έρευνες, είναι κυρίως αποτέλεσμα κοινωνικών και ψυχολογικών, παρά βιολογικών παραγόντων και κάθε υπερβολή στο πρότυπο, μόνο επιζήμια θα μπορούσε να είναι. Έτσι, αγόρια με πολύ έντονο το πρότυπο του φύλου, δυσκολεύονται να εκφράσουν τα συναισθήματα τους (οι άντρες δεν κλαίνε….) και παρουσιάζουν ελλείψεις στις κοινωνικές σχέσεις, ενώ τα κορίτσια βρίσκονται σε μειονεκτική θέση απέναντι σε μια κοινωνία, όπου οι μηχανές πρωτοστατούν κλπ.

Καταλήγουμε, λοιπόν, πως μια ισορροπημένη διαπαιδαγώγηση και ως προς το ρόλο του φύλου, ωθούν τααγόρια να καταλάβουν, πως δεν υπάρχουν «αγορίστικες και κοριτσίστικες δουλειές», αλλά δουλειές που πρέπει να γίνουν και πώς, τη δύναμή τους, πρέπει να την χρησιμοποιούν, για να προστατεύουν τα αδύναμα μέλη και όχι να επιβάλλονται σ’ αυτά.

Αντίστοιχα, τα κορίτσια πρέπει να καταλάβουν πως μπορούν κάλλιστα να ασχοληθούν με μηχανές, Η/Υ, να είναι καλοί οδηγοί και να μην περιορίζονται επαγγελματικά από το φύλο τους.