Το γάλα είναι η βάση της διατροφής του ανθρώπου στη βρεφική τουλάχιστον περίοδο της ζωής του. Το μητρικό γάλα θεωρείται ως η καλύτερη πηγή θρεπτικών ουσιών για το νεογνό και το βρέφος ως την ηλικία των 6 μηνών. Παρέχει βιταμίνες και ιχνοστοιχεία στην πιο εύπεπτη μορφή τους.

Τα οφέλη από τον θηλασμό είναι πάρα πολλά και υπάρχουν μόνο λίγες αντενδείξεις που οφείλονται κυρίως στην λήψη φαρμάκων από την μητέρα ή κάποιας παθολογικής κατάστασης είτε από την πλευρά του νεογνού είτε της μητέρας.

Μια από τις σπουδαιότερες ιδιότητες του μητρικού γάλακτος είναι η ανοσολογική προστασία που παρέχει στο βρέφος, εφόσον είναι πλούσιο σε αντισώματα.

Σύσταση του μητρικού γάλακτος

Το γάλα των πρώτων ημερών (πρωτόγαλα ή πύαρ) έχει διαφορετική σύσταση από το μετέπειτα, προσαρμοσμένο στις ειδικές ανάγκες του νεογνού κατά τις πρώτες μέρες τις ζωής του. Μια από τις σπουδαιότερες ιδιότητές του είναι η ανοσολογική προστασία που παρέχει στο βρέφος, εφόσον είναι πλούσιο σε αντισώματα.

Την 3η εβδομάδα ζωής του βρέφους το γάλα παίρνει την τελική του σύσταση και ονομάζεται πλέον ώριμο μητρικό γάλα. Έχει σημαντικές διαφορές, τόσο ποσοτικές, όσο και ποιοτικές, στη σύσταση σε σχέση με το αγελαδινό γάλα. Έχει πολύ μικρότερο ποσοστό πρωτεϊνης, ωστόσο σε πιο αφομοιώσιμη μορφή και με μεγαλύτερη βιολογική αξία. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η μεγάλη περιεκτικότητα σε ταυρίνη, ένα αμινοξύ που θεωρείται απαραίτητο στα βρέφη και είναι πολύ σημαντικό για την ανάπτυξη του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ). Το λίπος στο μητρικό γάλα αυξάνει με την πάροδο της γαλουχίας.

Γενικά το γάλα της μητέρας έχει πολύ μεγαλύτερη αναλογία σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, από ότι το γάλα της αγελάδας. Η σύσταση σε βιταμίνες γενικά αντανακλά τη διατροφική κατάσταση της μητέρας και την καθημερινή πρόσληψη. Τα μέταλλα και τα ιχνοστοιχεία βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό στο αγελαδινό γάλα με αποτέλεσμα να παρατηρείται νεφρική φόρτιση, σε συνδυασμό και με την αυξημένη περιεκτικότητα σε πρωτείνες. Στο μητρικό γάλα τα μέταλλα βρίσκονται σε αναλογία και μορφή που ευνοεί την απορρόφησή τους και εξασφαλίζει την φυσιολογική ανάπτυξη του βρέφους.

Η σύσταση και ο όγκος του μητρικού γάλακτος αλλάζει προοδευτικά όσο διαρκεί η γαλουχία και επηρεάζεται σημαντικά από τη θρεπτική κατάσταση της μητέρας και τις διατροφικές της συνήθειες, όσο και από την ημερήσια πρόσληψη θερμίδων και θρεπτικών συστατικών.

Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την σύνθεση του μητρικού γάλακτος είναι η ηλικία κυοφορίας, ο χρόνος γαλουχίας (διαφορετική σύνθεση σε πρόωρα και τελειόμηνα γεννημένα βρέφη), γενετικά χαρακτηριστικά, αλλά και διατροφικές συνήθειες διαφορετικών πληθυσμών.

Διαφορές στη δίαιτα της μητέρας επιδρούν στον ολικό όγκο και τη συγκέντρωση του γάλατος που εκκρίνεται, όχι όμως και στην ποιοτική σύσταση. Έτσι όταν μία μητέρα διατρέφεται φτωχά, ο όγκος του εκκρινόμενου γάλατος μειώνεται, αλλά τα ποσοστά των πρωτεϊνών, λιπών και υδατανθράκων θα επηρεαστούν σχετικά λίγο.

Έρευνες δείχνουν ότι οι απαιτήσεις του βρέφους είναι ο κύριος καθοριστικός παράγοντας της ποσότητας του γάλατος που μεταφέρεται σ’ αυτό μέσο θηλασμού. Έτσι η ποσότητα και η ποιότητα του γάλατος που θα μεταφερθεί τελικά στο βρέφος διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στην επίτευξη ομαλής σωματικής και ψυχικής ανάπτυξης του νεογνού.

Σε περίπτωση αδυναμίας χορήγησης μητρικού γάλατος, για διάφορους λόγους που οφείλονται είτε στην μητέρα είτε στο ίδιο το νεογνό, τότε προκρίνεται ως εναλλακτική λύση η χορήγηση στο βρέφος ενός από τα βιομηχανοποιημένα, τροποποιημένα γάλατα αγελάδας που διατίθενται στο εμπόριο.

Το χορηγούμενο γάλα πρέπει να έχει σύσταση που να προσεγγίζει περισσότερο τα θρεπτικά συστατικά του μητρικού γάλατος και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του βρέφους, όπως αυτές έχουν καθοριστεί από έγκυρους διεθνείς οργανισμούς, όπως η Αμερικάνικη Παιδιατρική Εταιρία (ΑΑP) και η Ευρωπαϊκή Εταιρία της Παιδιατρικής Γαστρεντερολογίας και Θρέψης (ESPGAN).

Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της φυσικής διατροφής (Θηλασμός) 

Το γυναικείο γάλα είναι ζεστό, δεν έχει μικρόβια, είναι τέλειο στην ποιοτική και ποσοτική σύσταση σε πρωτείνες, υδατάνθρακες, λίπη, άλατα και βιταμίνες και δεν στοιχίζει τίποτα. Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό πλεονέκτημα, ιδίως σε δύσκολη οικονομική κατάσταση της οικογένειας και στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Προϋποθέτει λιγότερη απασχόληση από τη μητέρα, γιατί δεν χρειάζεται καμία προετοιμασία.

Στη φυσική διατροφή το βρέφος συμμετέχει ενεργητικά και καθορίζει μόνο του το ποσό του γάλατος που θέλει, χωρίς να ξεπερνά τις δυνατότητες του πεπτικού του συστήματος. Έτσι εξασφαλίζεται από την πρόκληση φαινομένων υπερσιτισμού, αλλά και προστατεύεται από τον υποσιτισμό, αρκεί να γίνει έγκαιρη επέμβαση όταν εμφανιστούν τα πρώτα φαινόμενα ανεπάρκειας του μητρικού γάλακτος.

Ο θηλασμός δίνει στο βρέφος ένα αίσθημα ασφάλειας και έτσι το βρέφος που θηλάζει είναι σε καλύτερη κατάσταση ψυχολογικά από εκείνο που τρέφεται τεχνητά.

Βοηθάει στη δημιουργία δεσμού μεταξύ της μητέρας και του παιδιού. Η μητέρα αισθάνεται πιο κοντά στο παιδί της, νοιώθει ότι του δίνει κάτι το θετικό, κάτι που κανείς άλλος δεν μπορεί να δώσει. Το βρέφος συνδέεται πιο στενά με την μητέρα του, η οποία μπορεί να το περιποιηθεί καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο άτομο. Ο μητρικός θηλασμός είναι πολύ μεγάλο πλεονέκτημα για τη σωματοψυχική ανάπτυξη του βρέφους.

Βοηθάει στο να συσταλθεί η μήτρα και επιταχύνει την επάνοδό της στη φυσική της θέση και μέγεθος.

Σύμφωνα με επιδημιολογικές μελέτες, ο θηλασμός προφυλάσσει την μητέρα από τον καρκίνο του μαστού.

Επίσης, σύμφωνα με μελέτες, τα παιδιά που θηλάζουν παρουσιάζουν πολύ μικρότερη τάση για παχυσαρκία.

Το μητρικό γάλα έχει αντιμολυσματικές ιδιότητες και υπάρχουν λιγότερα αλλεργικά προβλήματα στα νεογνά που θηλάζουν.

Επιπλέον, το μητρικό γάλα και ιδιαίτερα το γάλα των πρώτων ημερών παρέχει στο βρέφος ανοσολογικούς παράγοντες.

Καθυστερεί την πρώτη ωορρηξία μετά τον τοκετό στην μητέρα. Έτσι κατ’ αυτό τον τρόπο το βρέφος δίνει στον εαυτό του περισσότερες πιθανότητες να αναπτυχθεί ομαλά, εφόσον όλα τα αποθέματα του μητρικού οργανισμού βρίσκονται στη διάθεσή του χωρίς ανταγωνισμό από μία πιθανή μελλοντική εγκυμοσύνη.

Ο θηλασμός εμποδίζει τις συνεχείς εγκυμοσύνες, γι’ αυτό θεωρείται ένα φυσικό αντισυλληπτικό μέσο. Για γυναίκες που δεν θηλάζουν, ο μέσος όρος διάρκειας της αμηνόρροιας μετά τον τοκετό είναι δύο μήνες, ενώ σε χώρες όπου ο θηλασμός γίνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα η αμηνόρροια μπορεί να διαρκέσει δύο και τρία χρόνια.

Η απώλεια βάρους για τη μητέρα είναι μεγαλύτερη κατά το θηλασμό, γιατί υπάρχει θερμιδική απώλεια στο γάλα.

Μειονεκτήματα και αντενδείξεις

  • Για τη μητέρα

Ο θηλασμός που γίνεται σε κανονικά διαστήματα περιορίζει τις δραστηριότητες και μπορεί να εκληφθεί από την μητέρα ως ενόχληση. Μπορούν να παρουσιαστούν δυσκολίες, όπως τάση της θηλής και μαστίτιδα. Ο θηλασμός δεν επιτρέπεται στις υποπαραθυρεοειδικές μητέρες, γιατί είναι δύσκολη από αυτές τις γυναίκες η επαρκής αντικατάσταση των ποσών του ασβεστίου που χάνονται με το γάλα.

  •  Για το νεογνό

Απόλυτες αντενδείξεις για τον θηλασμό αποτελούν ο καρκίνος του μαστού, η ενεργός πνευμονική φυματίωση της μητέρας, σοβαρή μαστίτιδα, η λήψη από τη μητέρα χημειοθεραπευτικών για καρκίνο ή άλλων φαρμάκων. Τα περισσότερα αντιβιοτικά μεταφέρονται στο γάλα της μητέρας και έχουν δυσμενή επίδραση στο βρέφος. Τα ψυχότροπα και τα υπνωτικά συχνά προκαλούν στερητικά σύνδρομα μετά τη διακοπή τους (ιδιαίτερα τα βαρβιτουρικά).

Το γάλα μιας μητέρας με κυστική ίνωση είναι υψηλής περιεκτικότητας σε νάτριο και βάζει το νεογνό στον κίνδυνο υπερνατριαιμίας.

Το αντιγόνο της ηπατίτιδας Β έχει βρεθεί στο γάλα, αλλά δεν είναι γνωστό εάν μπορεί να γίνει μετάδοση με αυτό τον τρόπο.

Ο θηλασμός συχνά δεν είναι δυνατός σε άρρωστα και πολύ πρόωρα νεογνά. Συχνά χορηγείται σ’ αυτή την περίπτωση μητρικό γάλα που έχει προσυλλεγεί και εμπλουτιστεί με συμπληρωματικές ουσίες ή έτοιμα τροποποιημένα γάλατα του εμπορίου ειδικά για πρόωρα ή ελιποβαρή βρέφη.

Συμπέρασμα

Παρόλο που η σύστασή των τροποποιημένα γαλάτων προσεγγίζει εκείνη του μητρικού γάλακτος, το τελευταίο εξακολουθεί να θεωρείται σαν την ιδεώδης τροφή για το βρέφος, τουλάχιστον μέχρι την ηλικία των 5 – 6 μηνών.

Υπερτερεί σε σχέση με την τεχνητή διατροφή για τον λόγο ότι τα τροποποιημένα γάλατα έχουν κάποια βασικά μειονεκτήματα, όπως είναι η έλλειψη ανοσολογικών ιδιοτήτων, η αυξημένη αντιγονικότητα, η μεγαλύτερη ποσότητα πρωτείνης από ότι εκείνη του μητρικού γάλατος με όλα φυσικά τα επακόλουθα και τέλος το γεγονός ότι δεν αποτελεί καθόλου οικονομική μέθοδος σίτισης του βρέφους.

Αντίθετα ο θηλασμός βοηθάει στη δημιουργία δεσμού μεταξύ της μητέρας και του παιδιού, σύμφωνα με επιδημιολογικές μελέτες προστατεύει από τον καρκίνο του μαστού και επιπλέον τα παιδιά που θηλάζουν παρουσιάζουν πολύ μικρότερη τάση για παχυσαρκία.

Σύμφωνα με τα παραπάνω ο θηλασμός είναι αναντικατάστατος και πρέπει να γίνει συνείδηση σε όλες τις γυναίκες.