Μπορεί να είναι σπάνιο αλλά και οι έφηβοι εκδηλώνουν στυτική δυσλειτουργία. Το πρόβλημα είναι υπαρκτό και οφείλεται κυρίως σε ψυχολογικούς παράγοντες.

Η σωστή προσέγγιση της στυτικής δυσλειτουργίας των εφήβων είναι σημαντική καθώς μπορεί τα παιδιά αυτά να εκδηλώσουν ψυχολογικά προβλήματα που παρεμβαίνουν στην σεξουαλική τους λειτουργία κατά την ενήλικη ζωή τους.

Ο Δρ Τζον Μουλχαλ και οι συνεργάτες του στο Αντικαρκινικό Ιατρικό Κέντρο Memorial Sloan Kettering μελέτησαν 40 αγόρια 14-19 ετών που είχαν αποτανθεί σε ένα από τα τρία εξειδικευμένα θεραπευτικά κέντρα στυτικής δυσλειτουργίας για βοήθεια. Κατά μέσο όρο, οι νεαροί είχαν προβλήματα σχεδόν δύο χρόνια, και οι περισσότεροι συνοδεύονταν από τον έναν ή και τους δύο γονείς τους.

Οι μισοί εξ αυτών των εφήβων ανέφεραν μειωμένη ή απουσία σεξουαλικής διάθεσης, 30 είχαν δυσκολία επίτευξης αυθόρμητης στύσης κατά την ερωτική επαφή και 35 είχαν πρόβλημα διατήρησης της στύσης.

Οι 25 υποβλήθηκαν σε υπερηχογράφημα για τον έλεγχο της αιματικής ροής στο πέος, που εντόπισε αγγειακά προβλήματα σε 12 παιδιά. Τα υπόλοιπα 13 αγόρια θεωρήθηκε ότι είχαν ψυχολογικά αίτια για την στυτική δυσλειτουργία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα αγόρια του δείγματος δεν έκαναν απαραιτήτως έρωτα. Για παράδειγμα, μερικά ανέφεραν ότι είχαν παρατηρήσει μετά από συζητήσεις με φίλους ότι ενώ συνήθως τα άλλα αγόρια είχαν πρωινές στύσεις, οι έφηβοι του δείγματος δεν είχαν.

Κοινό θέμα συζήτησης πολλών εφήβων αγοριών είναι η σεξουαλική τους ωρίμανση.

Όταν λοιπόν γίνεται διάγνωση μια οργανική αιτία της στυτικής δυσλειτουργίας, η θεραπεία μπορεί να βρεθεί.

Συνήθως πρόκειται για ορμονική θεραπεία, αν εντοπιστούν ενδοκρινολογικά προβλήματα, ενώ για τα αγγειακά προβλήματα υπάρχει πάντα και η αγγειακή χειρουργική αντιμετώπιση.

Για τους νεαρούς άνδρες των οποίων η στυτική δυσλειτουργία σχετίζεται με κακή σεξουαλική εμπειρία ή απώλεια αυτοπεποίθησης, η πρώτης γραμμής θεραπεία είναι η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής που θα τους επιτρέψει να πετύχουν στύσεις όταν έχουν ερωτικές σχέσεις, μαζί με ψυχοθεραπεία.

Συνήθως η διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής είναι εφικτή μετά από 12 μήνες. Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιστημονική επιθεώρηση BJU International.