Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η κακοποίηση των παιδιών είναι κάθε είδους σωματική και ψυχολογική κακομεταχείριση, συμπεριλαμβανομένης φυσικά της σεξουαλικής, που οδηγεί σε αληθινή ή δυνητική βλάβη της υγείας, της ανάπτυξης ή της αξιοπρέπειάς τους.

Η σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων είναι δυστυχώς εξαιρετικά συχνή. Σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιευμένα δεδομένα που στηρίζονται σε 65 μελέτες και αναφέρονται σε 22 χώρες και τα Νέα, το σχεδόν 8% των ανδρών και το 20% των γυναικών σε όλο τον κόσμο έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής κακοποίησης πριν από την ηλικία των 18 ετών.

Στις περισσότερες περιπτώσεις ο δράστης είναι γνωστός στο παιδί (συγγενής, γείτονας, ένα άτομο που θεωρείται ιδιαίτερα αξιόπιστο από την οικογένειά του), ενώ τις πιθανότητες κακοποίησης αυξάνουν η ύπαρξη αναπηρίας στο παιδί όπως η νοητική υστέρηση, η απουσία ενός ή και των δύο γονέων, οι συζυγικές συγκρούσεις και η χρήση ουσιών από τους γονείς.

Το παιδί που πέφτει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης μπορεί να νιώθει μπερδεμένο, ντροπή ή ενοχές και να φοβάται να μιλήσει για το τι του συνέβη, ιδίως όταν ο δυνάστης του είναι γονιός, συγγενής, φίλος ή γνωστός της οικογένειάς του.

Ανάλογα με την ηλικία του, μπορεί να δείχνει εμφανώς ότι φοβάται τους γονείς, τους ενήλικους κηδεμόνες ή τους οικογενειακούς φίλους, να παρουσιάζει τάσεις απομόνωσης από τους φίλους του ή τις συνήθεις δραστηριότητες, αλλαγές στη συμπεριφορά του (π.χ. επιθετικότητα, υπερκινητικότητα, θυμό), αλλαγές στις επιδόσεις στο σχολείο, κατάθλιψη, άγχος ή αιφνίδια απώλεια αυτοεκτίμησης, συχνές απουσίες από το σχολείο ή άρνηση να μπει στο σχολικό λεωφορείο, τάσεις φυγής από το σπίτι ή αυτοκτονικό ιδεασμό και επαναστατική συμπεριφορά.

Μπορεί επίσης να δυσκολεύεται να περπατήσει ή να καθήσει, να έχει σεξουαλικές γνώσεις ή συμπεριφορές αταίριαστες με την ηλικία του, να έχει αίμα στο εσώρουχό του ή σωματικά σημάδια σεξουαλικής κακοποίησης, να λέει ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά ή να επιτίθεται το ίδιο σεξουαλικά σε άλλα παιδιά.