Οι περισσότεροι από εμάς θεωρούμε ότι τα βρέφη δεν είναι σε θέση να θυμηθούν πράγματα από τον τοκετό. Και η αλήθεια είναι πως αυτό το ασκούμε από το δικό μας βίωμα που δεν έχουμε εικόνες από τον τοκετό ή μέχρι τουλάχιστον να πάμε 5-6 χρονών.

Σύμφωνα με την ψυχαναλύτρια Alice Miller «Δεν είναι το τραύμα το οποίο μας κάνει να υποφέρουμε συναισθηματικά αλλά η ανικανότητα μας να μιλήσουμε για αυτό».

Στην περίπτωση των βρεφών δεν πρόκειται για την μη επικοινωνία του τραύματος αλλά για την μη ικανότητα μας ως φροντιστές να αφουγκραστούμε και να απαντήσουμε συναισθητικά σε αυτό που συμβαίνει.

Τα βρέφη κουβαλούν τις αναμνήσεις τους σχετικά με τον πόνο της γέννας στο σώμα τους ως βιωμένη εμπειρία, γεγονός που μπορεί να ενεργοποιηθεί ξανά μετά την γέννα αλλά και στην διάρκεια της ζωής τους μετέπειτα.

Μας μιλάνε για αυτό όχι με λέξεις αλλά με το «αναμνησιακό κλάμα» και τη «βρεφική σωματική γλώσσα». Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε εξοικειωμένοι με το κλάμα που φέρει την εκπλήρωση μια ανάγκης όπως η πείνα, το κρύο, η κούραση ή δυσφορία αλλά όχι το κλάμα που φέρει μνήμη.

Δεν πρόκειται βέβαια για ένα είδος μνήμης όπως π.χ τι φαγητό είχαμε χθες αλλά μια μνήμη ως βιωμένη σωματική εμπειρία του ,πως δηλαδή βίωσε την γέννα του.

Τα βρέφη θυμούνται ακριβώς σε ποιο σημείο της γέννας του εγκαταλήφθηκαν τα όρια της αντοχής τους. Σε σωματικό επίπεδο αυτό το τραύμα υποδηλώνεται μέσω της διέγερσης του νευρό-ενδοκρινικού συστήματος.

Σε ψυχικό επίπεδο εκφράζεται μέσω δυνατών συναισθημάτων ταυτόχρονα με βαθιές υπαρξιακές αγωνίες για τη ζωή αλλά και τον φόβο του αφανισμού.

Το αναμνησιακό κλάμα τείνει να υποδηλώσει τρία βασικά συναισθήματα: θυμό/μένος,άγχος και θλίψη/πένθος. Είναι αλήθεια ότι μπορούμε να διακρίνουμε αυτούς τους συναισθηματικούς τόνους που συνοδεύουν το κλάμα αυτό αν παρατηρήσουμε προσεκτικά τα βρέφη μας.

Όταν ένα βρέφος έχει αναμνησιακό κλάμα που δεν μπορεί να ανακουφιστεί προκαλεί έντονη δυσφορία και ματαίωση στους γονείς που προσπαθούν να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν.

Επειδή όμως αντιδρούν στο συγκεκριμένο κλάμα σαν να είναι κλάμα ανάγκης το επίπεδο δυσφορίας ανεβαίνει καθώς το μωρό δεν ανακουφίζεται. Αυτό με την σειρά του προκαλεί μεγάλη δυσφορία και ματαίωση και στους γονείς ενεργοποιώντας ένα φαύλο κύκλο συναισθηματικών αντιδράσεων, αντιστάσεων και ματαιώσεων.

Όταν όμως οι γονείς μπορέσουν να αντιληφθούν το ψυχικό αίτημα του αναμνησιακου κλάματος που δεν είναι άλλο από την ακρόαση, την αποδοχή και την ενσυναίσθηση, τα βρέφη τους νιώθουν ότι οι αισθήσεις τους είναι ένα πεδίο που μπορούν να εμπιστεύονται από εδώ και πέρα εφόσον το περιβάλλον τους τις πλαισιώνει και ανταποκρίνεται σε αυτές.

Για πολλούς γονείς το μνημονικό κλάμα και η βρεφική σωματική επικοινωνία είναι νέες πληροφορίες και επομένως είναι εύλογα σκεπτικοί ως προς αυτά.