Η υπογονιμότητα, η αδυναμία δηλαδή του ζευγαριού να επιτύχει σύλληψη και να ολοκληρώσει κύηση έπειτα από τουλάχιστον ένα έτος τακτικών σεξουαλικών επαφών χωρίς αντισύλληψη, έχει συνδεθεί με την εμφάνιση καταθλιπτικών συμπτωμάτων και σεξουαλικής δυσλειτουργίας.

Μια νέα μελέτη συνέκρινε τα καταθλιπτικά συμπτώματα και τη σεξουαλική δυσλειτουργία ανάμεσα σε ασθενείς με πρωτοπαθή και δευτεροπαθή υπογονιμότητα. Ως πρωτοπαθής υπογονιμότητα χαρακτηρίζεται η αδυναμία ενός άτεκνου ζευγαριού να τεκνοποιήσει, ενώ ζευγάρια που έχουν τεκνοποιήσει στο παρελθόν αλλά δυσκολεύονται να συλλάβουν εκ νέου θεωρείται ότι έχουν δευτεροπαθή υπογονιμότητα.

Στη μελέτη συμμετείχαν 39 άνδρες με πρωτοπαθή υπογονιμότητα και 31 άνδρες με δευτεροπαθή. Η σεξουαλική τους υγεία εκτιμήθηκε με τον Διεθνή Δείκτη Στυτικής Λειτουργίας και η κατάθλιψη με το Ερωτηματολόγιο Κατάθλιψης του Beck (BDI). Η μέση ηλικία των ανδρών ήταν τα 31,54 έτη και των συντρόφων τους τα 28,16, ενώ η διάρκεια του γάμου κυμαινόταν από 1 έως 17 χρόνια.

Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν μια στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στις ομάδες πρωτοπαθούς και δευτεροπαθούς υπογονιμότητας ως προς τη βαθμολογία στο BDI, η οποία βρέθηκε σημαντικά χαμηλότερη στην ομάδα της πρωτοπαθούς υπογονιμότητας. Επίσης, μεγάλη και στατιστικά σημαντική διαφορά βρέθηκε και στη βαθμολογία του Διεθνούς Δείκτη Στυτικής Λειτουργίας. Πιο συγκεκριμένα οι βαθμολογίες των ανδρών με πρωτοπαθή υπογονιμότητα ήταν σημαντικά υψηλότερες από τις βαθμολογίες των ανδρών με δευτεροπαθή.

Συμπερασματικά, σύμφωνα με τα ευρήματα της παρούσας μελέτης, η συχνότητα εμφάνισης κατάθλιψης και στυτικής δυσλειτουργίας σε άνδρες με δευτεροπαθή υπογονιμότητα ήταν σημαντικά υψηλότερη σε σύγκριση με αυτή των ανδρών με πρωτοπαθή υπογονιμότητα. Πρόκειται για ένα εύρημα που είναι σημαντικό να αξιοποιηθεί από τους επαγγελματίες της αναπαραγωγικής υγείας, έτσι ώστε να προστατεύσουν πιο στοχευμένα την ψυχική υγεία και την ποιότητα ζωής των υπογόνιμων ζευγαριών.