Είναι πολύ σημαντικό, σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, οι ειδικοί της σεξουαλικής υγείας να γνωρίζουν τη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στα νοσήματα του θυρεοειδούς και τα σεξουαλικά προβλήματα. Πρόκειται για μια ανασκόπηση που δημοσιεύτηκε στο «Sexual Medicine Reviews» και διερεύνησε την εμφάνιση σεξουαλικής δυσλειτουργίας σε σχέση με δύο διαταραχές του θυρεοειδούς.
Η πρώτη είναι ο υποθυρεοειδισμός, που χαρακτηρίζεται από μειωμένη λειτουργία του αδένα και περιλαμβάνει συμπτώματα όπως είναι η πρόσληψη βάρους, η κόπωση, η διάρροια και η μειωμένη αντοχή στο κρύο. Η δεύτερη είναι ο υπερθυρεοειδισμός, που χαρακτηρίζεται από αυξημένη λειτουργία του αδένα και περιλαμβάνει συμπτώματα όπως αυξημένη όρεξη, μειωμένη ανοχή στη ζέστη κι ευερεθιστότητα.

Για τους σκοπούς της ανασκόπησης οι ερευνητές εξέτασαν 12 μελέτες σχετικές με την επίδραση των διαταραχών του θυρεοειδούς στη σεξουαλική λειτουργία ανδρών και γυναικών.

Βρήκαν ότι από όλους τους ασθενείς με υποθυρεοειδισμό το 59%-63% των ανδρών και το 22%-46% των γυναικών είχαν σεξουαλικές δυσκολίες. Για τους ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 48%-77% για τους άνδρες και 44%-60% για τις γυναίκες.

Ειδικότερα, οι άνδρες που είχαν θυρεοειδικά προβλήματα υπέφεραν συχνά από στυτική δυσλειτουργία και διαταραχές στην εκσπερμάτιση. Η καθυστερημένη εκσπερμάτιση ήταν πιο συχνή στους άνδρες με υποθυρεοειδισμό, ενώ η πρόωρη εκσπερμάτιση στους άνδρες με υπερθυρεοειδισμό.

Στην περίπτωση των γυναικών και οι δύο διαταραχές σχετίζονταν με μειωμένη σεξουαλική επιθυμία και διέγερση, δυσκολίες στον οργασμό, χαμηλά επίπεδα σεξουαλικής ικανοποίησης και δυσπαρευνία.

Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο βασικός μηχανισμός που εξηγεί τη σχέση των διαταραχών του θυρεοειδούς με τα σεξουαλικά προβλήματα είναι οι ορμονικές διαταραχές. Για παράδειγμα, στους άνδρες με υποθυρεοειδισμό βρέθηκαν χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης, ενώ σε αυτούς με υπερθυρεοειδισμό βρέθηκαν αυξημένα επίπεδα της δεσμευτικής σφαιρίνης των φυλετικών ορμονών, τα οποία οδηγούν στη μείωση των επιπέδων της βιοδιαθέσιμης τεστοστερόνης. Ο υποθυρεοειδισμός επίσης συνδέεται με υπερπρολακτιναιμία τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, η οποία ενδέχεται με τη σειρά της να οδηγήσει σε διαταραχή υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας.

Παράλληλα, πολλοί ασθενείς με υποθυρεοειδισμό νιώθουν καταθλιπτικά συμπτώματα και κόπωση. Είναι επίσης πιο πιθανό να έχουν μεταβολικό σύνδρομο, μια κατάσταση που συνιστά πρόδρομο εμφάνισης καρδιαγγειακού προβλήματος και διαβήτη τύπου 2. Όλοι αυτοί οι παράγοντες μπορούν να συμβάλουν στην εμφάνιση σεξουαλικής δυσλειτουργίας. Ταυτόχρονα, η κατάθλιψη και το άγχος που συνδέονται με τον υπερθυρεοειδισμό ενδέχεται επίσης να επηρεάσουν τη σεξουαλικότητα.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η θεραπεία των διαταραχών του θυρεοειδούς, είτε με φαρμακευτική αγωγή υποκατάστασης και ραδιενεργή ιωδίνη είτε με θυρεοειδεκτομή στην περίπτωση του υπερθυρεοειδισμού, έλυσε με άμεσο τρόπο τα σεξουαλικά παραβλήματα.

Τέλος, εξέφρασαν την ανησυχία τους σχετικά με τη μικρή σημασία που δίνουν οι κλινικοί στα σεξουαλικά προβλήματα των ασθενών με διαταραχές του θυρεοειδούς. Συχνά η συζήτηση των σεξουαλικών προβλημάτων θεωρείται χαμηλής προτεραιότητας από τους επαγγελματίες υγείας, ενώ αντίστοιχα οι ασθενείς διστάζουν να τα αναφέρουν. Αυτό μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις συνολικά στην ποιότητα ζωής των ασθενών με θυρεοειδή. Είναι σημαντικό η έρευνα να εστιάσει περισσότερο στη σχέση της σεξουαλικής δυσλειτουργίας με τα νοσήματα του θυρεοειδούς και οι επαγγελματίες υγείας να λάβουν την κατάλληλη ενημέρωση.

Πηγή: zougla.gr