Γερμανοί ερευνητές εξέτασαν πρόσφατα τις επιδράσεις που μπορεί να έχει η προσωπικότητα των δύο συντρόφων στη σεξουαλική τους σχέση. Σε γενικές γραμμές βρέθηκε ότι τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας μαζί με το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και τον δείκτη ευφυΐας των δύο συντρόφων αποτελούν παράγοντες που μπορούν να προβλέψουν τα ποσοστά διαζυγίων.

Το πιο ενδιαφέρον ίσως σημείο της μελέτης είναι η ανάλυση της επίδρασης των χαρακτηριστικών προσωπικότητας που αναδεικνύονται από το μοντέλο των πέντε παραγόντων στη σεξουαλική λειτουργία των δύο συντρόφων. Βρέθηκε ότι πολύ σημαντικό ρόλο παίζει η ενσυνειδησία σε σύγκριση με την εξωστρέφεια, τη διαθεσιμότητα σε εμπειρίες, τη συνεργατικότητα και τη συναισθηματική σταθερότητα.

Αυτό συμβαίνει γιατί οι σύντροφοι με υψηλά επίπεδα ενσυνειδησίας μπορούν να ανταποκριθούν καλύτερα στα σεξουαλικά προβλήματα, με στρατηγικές επίλυσης και ουσιαστικό ενδιαφέρον για την ικανοποίηση τόσο των ιδίων όσο και των συντρόφων τους. Χωρίς να υποτιμάται η σημασία του αυθορμητισμού και της διάθεσης για πειραματισμούς, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι μακροχρόνια τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που ενισχύουν μια σεξουαλική σχέση είναι ένα μείγμα διπλωματίας και συνέπειας.

Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι το ενδιαφέρον των ερευνητών μοιάζει να εστιάζει περισσότερο στον εντοπισμό αξιόπιστων μεθόδων για την πρόβλεψη και τη διασφάλιση της συζυγικής ευτυχίας, κάτι που μοιραία θα παραπέμψει ίσως κάποιους στον «Αστακό» του Λάνθιμου.

Επίσης, είναι σημαντικό να τονισθεί ότι στο στατιστικό μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε τα επιμέρους χαρακτηριστικά εξετάζονταν ως προς την επίδρασή τους στη σεξουαλική λειτουργία των δύο φύλων και όχι ως προς τη σεξουαλική ικανοποίηση. Ωστόσο, η διαφορά μεταξύ των δύο όρων είναι πολύ σημαντική. Η σεξουαλική λειτουργία αναφέρεται περισσότερο στην ικανότητα να έχει κάποιος σεξουαλική επαφή και η σεξουαλική ικανοποίηση στο κατά πόσο την ευχαριστήθηκε. Αναφέρονται ενδεικτικά κάποιες συσχετίσεις που δεν μπορούν παρά να εγείρουν σκέψεις και προβληματισμούς όπως «οι άνδρες των οποίων οι σύντροφοι είχαν λιγότερη συναισθηματική σταθερότητα είχαν καλύτερη σεξουαλική λειτουργία» και «οι γυναίκες των οποίων οι σύντροφοι ήταν λιγότερο συνεργατικοί ανέφεραν χαμηλότερα επίπεδα σεξουαλικής λειτουργίας».

Τέλος, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί ότι οι συμμετέχοντες στη μελέτη βρέθηκαν μέσω τηλεφωνικών επικοινωνιών με νούμερα που υπήρχαν στην εθνική βάση δεδομένων. Πρόκειται, δηλαδή, για άτομα που συμφώνησαν να μιλήσουν σε μια τηλεφωνική έρευνα με έναν άγνωστο για τη σεξουαλική τους ζωή και μάλιστα έπρεπε και οι δύο σύντροφοι να δεχτούν τη συμμετοχή.

Με όλες τις δυσκολίες και τους περιορισμούς που μπορεί να έχει μια μελέτη που βασίζεται σε αυτοαναφορές ατόμων σχετικά με τη σεξουαλικότητα, καθώς και με την πολυπλοκότητα των παραγόντων που επηρεάζουν τη σεξουαλική ικανοποίηση σε ένα ζευγάρι, συμπεριλαμβανομένων και των προσωπικών χαρακτηριστικών των συντρόφων, συμπεραίνεται ότι η ερμηνεία των ευρημάτων πρέπει να είναι ιδιαίτερα συγκρατημένη.

Σε κάθε περίπτωση, ένα μοντέλο πρόβλεψης συμβατότητας ενός ζευγαριού δεν έχει μεγάλη σημασία εάν οι δύο σύντροφοι δεν έχουν τα απαραίτητα εργαλεία ουσιαστικής επικοινωνίας. Ίσως η έμφαση πρέπει να δοθεί στο πώς οι δύο σύντροφοι μπορούν να εξελίξουν τους διαύλους επικοινωνίας, να ενισχύσουν τη σχέση τους και να εξελιχθούν μέσα από αυτή.

Πηγή: zougla.gr