«Γεύομαι τα μάτια σου. / Κόβω τα χείλη σου. / Σε καταπίνω. / Μετά διψώ. / Θεέ μου, / τι ατελείωτη δίψα / μου φέρνει / η απουσία σου!». Με αυτούς τους σχεδόν λακωνικούς στίχους, η ποιήτρια Μαρία Κατεινά περιγράφει με τον πιο δυναμικό τρόπο τη δίψα για έρωτα!

Πρόκειται για μια δίψα πανάρχαια! «Ύδωρ θέλω γενέσθαι / όπως σε χρώτα λούσω» (μτφ.: νεράκι θα ’θελα να γίνω, το δέρμα σου να πλύνω, Ανακρέων, 22).

Τη δίψα αυτή μαρτυρούν και τα δημοτικά τραγούδια: «Στέρεψε η βρύση, Χρύσω μου, στέρεψαν τα ποτάμια. / Στέρεψε η βρύση το νερό και η δίψα με φλογίζει… / Στέρεψαν τα χειλάκια μου, Χρύσω μ’, για τα δικά σου». «Και έσκυψα να πιω νερό, / κόρη Καλαματιανή, / αχ, να πιω και να γεμίσω, / μαύρα μάτια ν’ αντικρίσω».

Μα δεν διψά μόνο για έρωτα ο άνθρωπος! Η δίψα του είναι ατελείωτη και τον ακολουθεί σε όλη τη ζωή του. «Το νερό μαθαίνεται απ’ τη δίψα», γράφει, περικλείοντας μέσα σε μία φράση τόσα πολλά νοήματα η ποιήτρια Έμιλι Ντίκινσον. Ναι, το νερό μαθαίνεται απ’ τη δίψα και όλα τα πράγματα στη ζωή τα καθορίζει η ανάγκη. Γιατί αυτό είναι η δίψα: ανάγκη. Ανάγκη αδήριτη, ακατανίκητη, ακαταμάχητη, επιτακτική.

Και η σφοδρή επιθυμία είναι ανάγκη, είναι δίψα. Σε βασανίζει, σε σκοτώνει, αν δεν την ικανοποιήσεις. Αλλά δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά, ικανοποίηση, ηδονή απ’ όταν ξεδιψάς…

Πόση δίψα υπάρχει στον κόσμο; «Μονάχα όποιος τα διψάει όλα / μπορεί να με προφτάσει» (Τάσος Λειβαδίτης). «Το ζεστό νερό μού θυμίζει κάθε πρωί / πως δεν έχω τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου» (Γ. Σεφέρης). «Ήπια και πότισα δάση και γέμισα στέρνες. / Το νερό σου περίσσεψε – / Τα ποτάμια του σύμπαντος / δεν έχουνε κοίτες. / Βυθίζονται. Τρέχουνε / μες από σένα» (Νικ. Βρεττάκος «Το νερό και η ευχαριστία»). «Κι αν διψάσεις για νερό / θα στύψουμε ένα σύννεφο» (Νίκος Γκάτσος).

Ατέλειωτη δίψα…

Μοιάζει με σχήμα οξύμωρο το να εκφράζει κάποιος κάτι θετικό με μια λέξη τόσο αρνητική όσο η «δίψα». Κι όμως, διψάμε για ελευθερία: «Ας μην το κρύβουμε. / Διψάμε για ουρανό» (Μίλτος Σαχτούρης). «Διψούν οι κάμποι για νερό και τα βουνά για χιόνια / διψούνε και για λευτεριά οι σκλάβοι τόσα χρόνια» (δημοτικό άσμα). «Διψούσαμε ανάμεσα στις πέτρες και στα χρόνια, / διψούσαμε όσα διψάσαμε πριν απ’ τη γνώση της δίψας / σε πέτρινα μονοπάτια μιαν έξοδο στον ουρανό / σε πέτρινα χείλη δυο φούχτες νερό / νερό» («Η δίψα στον Μυστρά», Γιάννης Ρίτσος).

Διψάμε για αγάπη: « – Γιατί δακρύζεις, λυγερή, και βαριαναστενάζεις; / Μήνα πεινάς, μήνα διψάς, μην έχης κακή μάννα; / – Μήτε πεινώ, μήτε διψώ, μήτ’ έχω κακή μάννα. / Ξένε μου, κι αν εδάκρυσα κι α βαριαναστενάζω, / τον άντρα χω ’ς την ξενιτειά και λείπει δέκα χρόνους» (δημοτικό). «Να ’χα νερό απ’ τον πλάτανο / σταφύλι απ’ την κολόνα / να ’χα και την αγάπη μου / να τη φιλώ στο στόμα» (παραδοσιακό Σάμου).

Διψάμε για κατανόηση, για ανθρωπιά: «Οσά το δροσερό νερό / Απού τη δίψα σβήνει / Ετσά ’ναι ο λόγος τσ’ ανθρωπιάς / Φάρμακο στην οδύνη» (κρητική μαντινάδα).

Διψάμε για επιτυχία, για αναγνώριση, για γνώση, για ανακάλυψη! Διψάμε…

Νερό καλό, νερό μαγικό!

Χωρίς νερό δεν υπάρχει ζωή. Γι’ αυτό στο συλλογικό ασυνείδητο έχει και μαγικές, θεραπευτικές και άλλες ιδιότητες: Το αθάνατο νερό, το αμίλητο νερό, το νερό της λησμονιάς, το ιαματικό νερό, το κρύο υπέροχο νερό, το λάλον ύδωρ…

«Πάω γ’ αθάνατο νερό, γι’ αθάνατο βοτάνι, / να στείλω στην αγάπη μου ποτέ να μην πεθάνει».

«Στα Ρίτσα βγαίνει ένα νερό, / το λέν’ ασημονέρι. / Το πίνουν οι Ριτσιώτισσες, / καμιά παιδιά δεν κάνει».

«Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε / στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση· / μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει, / α στάξει γι’ αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε. / Κι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται, / διαβαίνοντας λιβάδι’ απ’ ασφοδίλι» (Λορέντζος Μαβίλης).

«Το γάργαρο νερό κηλαϊδιστά φλιφλίζει / και σας καλεί ναν το χαρείτε οι διψασμένοι. / Τι γάργαρο νερό… κελαρυστό, όπως βγαίνει / οχ τ’ ανθισμένο λειμωνάρι και δροσίζει / τες φρένες, την καρδία! Και σ’ όσους ευδορπίζει / το ξυλοκέρατο τα δείπνα, δεν τσου μένει / παρά στα νάματα να ερθούνε και την ξένη / βρωμιά να δγιούν πώς ύδωρ λάλον καθαρίζει!» (Διονύσιος Σολωμός).

«Στείλε με μάνα στο νερό, να σου το φέρω δροσερό / τζι’ αν δε στο φέρω δροσερό τη νιότη μου να μη χαρώ…» (νησιώτικο, Λέσβος).

«Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ / ένα νερό κρύο νερό».

Το δώρο του Θεού

Υπάρχουν άπειρες παροιμίες, ρητά, φιλοσοφικές ρήσεις, ποιήματα και πεζά κείμενα που αναφέρονται στο νερό. «Τη δροσιά του να ’χεις», λένε οι μεγαλύτεροι στα κορίτσια, ως ευχή, όταν τους φέρνουν ένα ποτήρι με νερό να ξεδιψάσουν.

Το νερό είναι δώρο του Θεού – δώρο που χάρισε στους ανθρώπους αλλά και σε όλα τα ζωντανά όντα. Το νερό γίνεται ιδρώτας, δάκρυ χαράς ή λύπης, όμορφο τοπίο, πηγή, λίμνη, ποτάμι, θάλασσα. Το νερό μάς το ’στειλε η θεία Χάρη, για να μάθουμε τι θα πει ευγνωμοσύνη: «Νερό το δώρο του Θεού / στον άνθρωπο, στη φύση / Χωρίς αυτό δεν το μπορεί / ποτέ κανείς να ζήσει» (κρητική μαντινάδα).

Μηδέν άγαν;

Κάθε σοφός άνθρωπος, σύμφωνα με πολλές θρησκείες και φιλοσοφικά ρεύματα, οφείλει να αποφεύγει την υπερβολή: «Μηδέν άγαν», «μέτρον άριστον», «ηδονής κρατείν», έλεγαν οι Αρχαίοι ημών πρόγονοι.

Οι Βουδιστές θεωρούν την επιθυμία πηγή της δυστυχίας. «Πλούσιος δεν θεωρείται αυτός που έχει πολλά, αλλά αυτός που χρειάζεται λίγα». Η νηστεία, η προσευχή και η εγκράτεια είναι απαραίτητες αρετές για κάθε πιστό Χριστιανό. Όμως…

Ποιος μπορεί να βάλει μέτρο στη δίψα; Ποιος μπορεί να πει «διψώ λίγο;». Ποιος μπορεί να μειώσει την ανάγκη του για νερό;

Πράγματι, όποιος έχει λίγες επιθυμίες είναι σοφός. Όποιος, όμως, έχει πολλές αισθάνεται νέος και ζωντανός. Γιατί, τελικά, «είν’ η κρυφή σου, η ατέλειωτη δίψα που σε κρατά ζωντανό» (Ν. Πορτοκάλογλου)!