Σύμφωνα με επιστημονικά ευρήματα, στην έκφραση της σεξουαλικής ορμής ενός ατόμου μπορεί να εμπλέκονται συγκεκριμένα γονίδια με αποτέλεσμα να είναι κληρονομική. Το 2006 ισραηλινοί ερευνητές ανέφεραν ότι ένα γονίδιο που ονομάζεται D4 υποδοχέας της ντοπαμίνης μπορεί να εμπλέκεται στην έκφραση της σεξουαλικής ορμής. Η ντοπαμίνη είναι ένας νευροδιαβιβαστής του εγκεφάλου που σχετίζεται με την ευχαρίστηση και την ανταμοιβή. Σε μια μελέτη στην οποία συμμετείχαν 148 φοιτητές βρέθηκε ότι αυτοί που είχαν έναν συγκεκριμένο τύπο του γονιδίου είχαν περισσότερο ενδιαφέρον για το σεξ σε σύγκριση με αυτούς που έφεραν έναν άλλον τύπο.

Υπάρχουν ωστόσο πολλοί σωματικοί και ψυχολογικοί παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τη σεξουαλική ορμή. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να διαφέρουν τόσο ανάμεσα στα φύλα όσο και ανάμεσα στα άτομα.

Καταρχάς τεράστια επίδραση στη σεξουαλικής ορμή έχουν οι ορμόνες του φύλου, τα οιστρογόνα και η τεστοστερόνη. Οι δύο αυτές ορμόνες παράγονται και από τα δύο φύλα σε διαφορετικές όμως ποσότητες. Σε κάθε περίπτωση τα χαμηλά τους επίπεδα μπορεί να οδηγήσουν σε μειωμένη σεξουαλική ορμή. Οι άνδρες με μειωμένη τεστοστερόνη χάνουν το ενδιαφέρον τους για το σεξ και το ίδιο συμβαίνει στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, εξαιτίας της μείωσης των οιστρογόνων.

Οι αλλαγές και οι διακυμάνσεις στα επίπεδα των ορμονών μπορεί επίσης να επηρεάσουν τη σεξουαλική ορμή στις έγκυες γυναίκες και τις νέες μητέρες. Παράλληλα, οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας μπορεί να έχουν περισσότερο σεξουαλικό ενδιαφέρον σε κάποιες φάσεις του κύκλου τους.

Οι άνδρες και οι γυναίκες που νιώθουν ότι οι ορμόνες τους επηρεάζουν τη σεξουαλική τους ορμή είναι καλό να μιλήσουν στον ιατρό τους. Η ορμονική θεραπεία μπορεί να βοηθήσει, αλλά το άτομο είναι σημαντικό να την ακολουθήσει σύμφωνα με την καθοδήγηση ειδικού. Ο ιατρός μπορεί επίσης να διεξάγει έναν ολοκληρωμένο έλεγχο για να διαπιστώσει εάν συντρέχει κάποιο άλλο πρόβλημα.

Η σεξουαλική ορμή όμως δεν επηρεάζεται μόνο από τη βιολογία. Τα συναισθήματα, η ψυχολογία του ατόμου και η σχέση με τον/την σύντροφο μπορεί να παίξουν σημαντικό ρόλο. Για παράδειγμα:

• Τα ζευγάρια που δεν είναι πολύ καιρό μαζί κάνουν συνήθως πιο συχνά σεξ από τα ζευγάρια που είναι μαζί χρόνια.
• Το σεξουαλικό ενδιαφέρον των ζευγαριών μπορεί να αυξηθεί όταν χαλαρώνουν σε ένα ρομαντικό περιβάλλον.
• Το άγχος ή τα καταθλιπτικά συναισθήματα που σχετίζονται με την απιστία του ενός συντρόφου ή τη μη αφοσίωση του στη σχέση μπορεί να μειώσουν το σεξουαλικό ενδιαφέρον του άλλου.
• Η προηγούμενη σεξουαλική κακοποίηση ή οι αρνητικές σκέψεις και πεποιθήσεις σχετικά με το σεξ μπορεί να οδηγήσουν στην αποφυγή του.

Παράλληλα, υπάρχουν κάποια νοσήματα τα οποία, τόσο τα ίδια όσο και οι θεραπείες τους, μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στη σεξουαλική ορμή, όπως είναι ο καρκίνος για παράδειγμα. Οι επιπτώσεις μπορεί να είναι τόσο σωματικές όσο και ψυχολογικές. Για παράδειγμα, η χειρουργική αφαίρεση των όρχεων ή των ωοθηκών μειώνει τα επίπεδα των ορμονών και κατ’ επέκταση τη libido. Η χημειοθεραπεία επίσης μπορεί να προκαλέσει μεγάλη κόπωση στο άτομο με αποτέλεσμα το σεξουαλικό ενδιαφέρον να χαθεί. Ταυτόχρονα το στρες, το άγχος και τα καταθλιπτικά συναισθήματα που συνδέονται με τη διαχείριση ενός νοσήματος, καθώς και η αλλαγή που αυτό επιφέρει στους ρόλους των δυο συντρόφων ενδέχεται επίσης να επηρεάσει αρνητικά τη σεξουαλική ορμή. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στη διαταραχή υποτονικής σεξουαλική επιθυμίας που εμφανίζεται συνήθως στις γυναίκες κι επιφέρει έντονη δυσφορία. Πολλές φορές μάλιστα η μείωση της σεξουαλικής επιθυμίας είναι ανεξήγητη καθώς δεν μπορεί να αποδοθεί σε μια ψυχολογική κατάσταση ή ένα σημαντικό γεγονός.

Τέλος, η μειωμένη σεξουαλική ορμή μπορεί να είναι παρενέργεια κάποιων φαρμάκων όπως είναι:

• Τα αντικαταθλιπτικά
• Τα αντισυλληπτικά δισκία
• Τα αντιψυχωτικά
• Κάποια φάρμακα για τη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης
• Οι βενζοδιαζεπίνες
• Τα οπιοειδή

Η σεξουαλική ορμή επηρεάζεται από όλους τους παραπάνω παράγοντες, αλλά επίσης είναι σε σημαντικό βαθμό ιδιοσυγκρασιακή. Κάποια άτομα έχουν από τη φύση τους περισσότερο σεξουαλικό ενδιαφέρον από άλλα. Οι σύντροφοι που νιώθουν ότι έχουν πολύ διαφορετικά επίπεδα σεξουαλικής ορμής είναι πολύ σημαντικό να συζητήσουν και να βρουν τρόπους ώστε να ικανοποιούνται οι ανάγκες και των δύο. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να βοηθήσει η συμβουλευτική ζευγαριού και η θεραπεία σεξουαλικών διαταραχών.

Το άρθρο επιμελήθηκε ο Κ.Κωνσταντινίδης, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr.
Πηγή: zougla.gr