Πολλοί από εμάς, εντελώς ανεπίγνωστα και υποκριτικά ταυτίζουμε την λέξη «Σ’ αγαπώ» με την ανταλλαγή προσδοκιών για τρυφερότητα, φροντίδα και ασφάλεια στο πλαίσιο των διαπροσωπικών μας σχέσεων

Όταν νιώθουμε -ή λέμε- το “σ’ αγαπώ” στον φίλο, τον σύντροφο, τον γονιό, ή το παιδί μας συνήθως αιτούμαστε από μέρους τους την επίδειξη, με λέξεις ή πράξεις, του ενδιαφέροντός τους.

Η  μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων αρνείται πεισματικά να δεχτεί τον αιτητικό χαρακτήρα του “σ’ αγαπώ”, ενώ αυτάρεσκα και επιδεικτικά υπερτονίζει την ανάγκη για δοτικότητα.

Η έννοια της αγάπης βέβαια δεν έχει καμία σχέση με το παραπάνω “παιχνίδι- αλισβερίσι” εντυπώσεων κι αυτοδικαίωσης. Η αγάπη υπερβαίνει καταλυτικά τις αυτο-τροφοδοτούμενες συναισθηματικές εντυπώσεις που παίρνουν και δίνουν στις διαπροσωπικές σχέσεις. Είναι ή ύστατη και γι’ αυτό τελειωμένη κατάσταση ύπαρξης, απ’ την οποία απουσιάζει κάθε είδους προσδοκία.

Όσο για το πώς μετριέται; Μετριέται με τον βαθμό παράδοσης του ιδίου θελήματος του αγαπώντος προσώπου, στο βωμό της ανιδιοτελούς προσφοράς για το όφελος κάθε ζωντανού πλάσματος.