Η μέρα σήμερα επιτάσσει να πούμε όχι. Αν σας φαίνεται δύσκολο στη ζωή σας να λέτε όχι ξεκινήστε από τη σημερινή ημέρα και πείτε τα «όχι» που πρέπει και σε αυτούς που πρέπει.

Συνήθως στα μάτια των άλλων είμαστε ευχάριστοι και «εύκολοι», αφού το «όχι» δεν περιλαμβάνεται στο λεξιλόγιό μας. Τι γίνεται, όμως, με τις δικές μας ανάγκες και επιθυμίες; Πώς θα καταφέρουμε να αρνηθούμε και να διεκδικήσουμε όσα μας ανήκουν;

Γιατί είναι σημαντικό να λέμε «όχι»;

 Μαθαίνοντας να λέμε «όχι», θα αισθανθούμε πιο ικανοί. Θα νιώσουμε ότι έχουμε τη δική μας γνώμη, ότι ακούμε τις επιθυμίες μας και ότι οι άλλοι δεν μας επιβάλλονται, ότι δεν στερούμαστε των βασικών μας δικαιωμάτων, ούτε αναγκαζόμαστε να κάνουμε πράγματα που εναντιώνονται στον χαρακτήρα μας. Όσο για τον φόβο της απόρριψης από τους άλλους, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι ακόμα και αν προσωρινά δημιουργηθεί δυσφορία ή ένταση στη σχέση, αυτή μακροπρόθεσμα μπαίνει σε πιο στέρεη βάση, αφού στηρίζεται στην ειλικρινή επικοινωνία και γίνεται πιο ισότιμη.

Η νούμερο ένα σχέση την οποία πρέπει να φροντίζουμε είναι η σχέση με τον εαυτό μας. Να γνωρίσουμε, δηλαδή, τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τα όριά μας και βάσει αυτών να αποφασίζουμε πότε θα λέμε «ναι» και πότε «όχι».

Έχουμε ξεκάθαρη άποψη σχετικά με τον λόγο που διεκδικούμε κάτι και είμαστε προετοιμασμένοι για τις συνέπειες της άρνησής μας. Για παράδειγμα, αν αρνηθούμε την εξυπηρέτηση σε έναν φίλο, ίσως να έρθουμε προσωρινά σε σύγκρουση μαζί του. Όσο πιο προετοιμασμένοι είμαστε, τόσο πιο σταθεροί θα παραμείνουμε στο «όχι» μας.

Συχνά δυσκολευόμαστε να πούμε «όχι» επειδή θεωρούμε ότι στην περίπτωση άρνησης οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές. Αποβάλλουμε από το μυαλό μας τις αγχωτικές σκέψεις και βλέπουμε τις ρεαλιστικές κάθε φορά επιπτώσεις. Συνήθως, τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά από ό,τι πιστεύουμε.

Στηρίζουμε το «όχι» μας με επιχειρήματα ή παρουσιάζουμε μια θετική πλευρά της κατάστασης πριν αρνηθούμε. Απαντάμε π.χ. στον φίλο μας που μας κάλεσε για φαγητό: «Θα ήταν πολύ ωραίο να περάσουμε το Σάββατο μαζί, αλλά δυστυχώς είμαι πολύ κουρασμένη για να βγω από το σπίτι». Ή μπορούμε να κάνουμε μια εναλλακτική πρόταση, λέγοντας π.χ.: «Αν θέλεις, πάμε για έναν καφέ την Κυριακή».

Αισθανόμαστε εγκλωβισμένοι επειδή δεχτήκαμε να κάνουμε κάτι το οποίο τελικά δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να κάνουμε. Νιώθουμε ότι έχουμε εκτεθεί ή δεσμευτεί. Στην πραγματικότητα, όμως, έχουμε το δικαίωμα να επανεξετάσουμε μια απόφασή μας. Μπορούμε, επίσης, να ζητάμε χρόνο πριν απαντήσουμε, λέγοντας π.χ. στον φίλο μας που θέλει να δανειστεί το αυτοκίνητό μας: «Θα το σκεφτώ και θα σου απαντήσω αύριο».

Κάθε «όχι» -ακόμα και πολύ μικρό- που καταφέρνουμε να πούμε είναι μια νίκη. Επιβραβεύουμε, λοιπόν, τον εαυτό μας και παίρνουμε θάρρος για το επόμενο και υψηλότερο επίπεδο άρνησης.