Η μεγαλύτερη μελέτη που έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα σχετικά με το ζήτημα της απιστίας, αποκάλυψε τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες ως προς το αίσθημα της ζήλιας. 

Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι ετεροφυλόφιλοι άνδρες ήταν πιο πιθανό να αναστατωθούν περισσότερο από τη σεξουαλική απιστία σε σύγκριση με τις ετεροφυλόφιλες γυναίκες(54% για τους άνδρες και 35% για τις γυναίκες) και λιγότερο πιθανό να αναστατωθούν περισσότερο από τη συναισθηματική(46% για τους άνδρες και 65% για τις γυναίκες).

Πιο συγκεκριμένα, οι συμμετέχοντες ερωτήθηκαν πότε θα ένιωθαν περισσότερο άσχημα, εάν ο/η σύντροφος έκανε σεξ με ένα άλλο άτομο χωρίς όμως να είναι ερωτευμένος/η μαζί του, ή εάν ήταν ερωτευμένος/η με ένα άλλο άτομο χωρίς να έχει προχωρήσει στη σεξουαλική πράξη.

Βρέθηκε λοιπόν ότι οι άνδρες θεωρούσαν πιο συχνά ότι θα αισθάνονταν χειρότερα με τη σεξουαλική απιστία, ενώ οι γυναίκες θεωρούσαν πιο συχνά ότι θα αισθάνονταν χειρότερα με τη συναισθηματική απιστία. 

Τόσο η σεξουαλική, όσο και η συναισθηματική απιστία μπορεί να βλάψουν και τα δυο φύλα. Πολύ συχνά το αποτέλεσμα μπορεί να είναι τα συναισθήματα του συντρόφου, εις βάρους του οποίου διαπράχτηκε η απιστία, να πληγωθούν και πολύ συχνά η σχέση να φτάσει σε ένα απότομο και επώδυνο τέλος. Κάποιες φορές μπορεί η εξέλιξη της απιστίας να είναι η εγκατάλειψη του συντρόφου, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε βίαιες συμπεριφορές, καθώς και την απώλεια πόρων που είχαν επενδυθεί στη σχέση των δύο συντρόφων.

Οι απαντήσεις των ανδρών και των γυναικών στην απειλή της απιστίας κυμαίνονται από την εκδήλωση ζήλιας ποικίλων εντάσεων μέχρι και την επεξεργασία της προσοχής που επενδύεται στο σύντροφό τους προκειμένω να τον προσελκύσουν και να τον ξανακερδίσουν. Ακριβώς επειδή η ζήλια μπορεί να οδηγήσει σε βίαιη και καταστροφική συμπεριφορά είναι καλό να εντοπιστούν οι παράγοντες που την πυροδοτούν.

Από την εξελικτική προοπτική ο άνδρας έρχεται αντιμέτωπος με ένα μεγάλο ζήτημα με το οποίο η γυναίκα δεν έρχεται πότε, την αβεβαιότητα της πατρότητας. Οι άνδρες δεν μπορούν να γνωρίζουν με βεβαιότητα εάν το παιδί τους σχετίζεται γενετικά με τους ίδιους γιατί υπάρχει πάντα η πιθανότητα ένας άλλος άνδρας να είναι ο βιολογικός πατέρας. Η προοπτική αυτή μάλιστα ίσως δίνει και μια περεταίρω εξήγηση στο ότι οι άνδρες μπορεί να ζηλέψουν περισσότερο από τις γυναίκες στην περίπτωση της σεξουαλικής απιστίας. Οι γυναίκες από την άλλη, δεν αντιμετωπίζουν μητρική αβεβαιότητα, αλλά τον κίνδυνο απώλειας της συναισθηματικής επένδυσης και αφοσίωσης από το σύντροφό τους εάν αυτός επενδύσει σε ένα άλλο πρόσωπο.

Μπορεί οι κοινωνικοπολιτισμικές προοπτικές να ισχυρίζονται ότι δε θα έπρεπε να αναμένονται διαφορές ανάμεσα στα δυο φύλα ως προς το ζητημα της απιστίας, οι ερευνητές της μελέτης, όμως, σημειώνουν ότι η κοινωνική επιταγή που δέχονται οι άνδρες είναι να είναι αρρενωποί, το οποίο μεταξύ άλλων σημαίνει να είναι σεξουαλικά ικανοί. Η σεξουαλική απιστία λοιπόν βάλλει την αρρενωπότητα τους από τη στιγμή που θέτει υπό αμφισβήτηση τη σεξουαλική τους ικανότητα. Για το λόγο αυτό λοιπόν, είναι πιθανό να αντιδράσουν πιο αρνητικά στη σεξουαλική απιστία παρά στη συναισθηματική απιστία. Αντιθέτως, η κοινωνία έχει διδάξει τις γυναίκες να είναι λογικές και να λειτουργούν ως συναισθηματικοί τροφοδότες της σχέσης. Η συναισθηματική απιστία λοιπόν μπορεί να βλάψει το αυτοσυναίσθημά της πολύ περισσότερο από τη σεξουαλική απιστία.

Εδώ και αρκετά χρόνια υπήρχε σημαντική διαφωνία αναφορικά με το εάν διαφέρουν οι απαντήσεις των ανδρών και των γυναικών στη σεξουαλική και τη συναισθηματική απιστία. Οι περισσότερες μελέτες στηρίζονταν σε μικρά δείγματα φοιτητών. 

Μια εθνογραφική ανασκόπηση 16κοινωνιών βρήκε ότι η απιστία ήταν η πιο συχνή αιτία διαζυγίου. Παράλληλα, μια μετά ανάλυση 50 μελετών βρήκε ότι το 34% των ανδρών και το 24% των γυναικών έχουν εξωσυζυγικές σεξουαλικές δραστηριότητες. Τα ποσοστά απιστίας μάλιστα στα ανύπαντρα ζευγάρια είναι ακόμα υψηλότερη.

Πηγή: medicalnewstoday