Λίγα συναπτά 24ωρα κακού ύπνου αρκούν για να διαταραχθούν 700 διαφορετικά γονίδια, που σχετίζονται μεταξύ άλλων με το βιολογικό μας ρολόι, τον μεταβολισμό, τη φλεγμονή και την λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.

Το εύρημα αυτό μπορεί να εξηγεί γιατί η έλλειψη ύπνου είναι τόσο επιζήμια για την υγεία, λένε οι ειδικοί.

Στη νέα μελέτη συμμετείχαν 26 εθελοντές, τους οποίους υπέβαλλαν οι ερευνητές σε στέρηση ύπνου (δεν τους άφηναν να κοιμηθούν αρκετά).

Αναλύσεις αίματος που έγιναν πριν και μετά την στέρηση ύπνου, αλλά και πριν και μετά από περίοδο άφθονου ύπνου, έδειξαν ότι η κούραση είχε διαταράξει την δραστηριότητα των 700 γονιδίων, καθιστώντας άλλα εξ αυτών ανενεργά και άλλα υπερδραστήρια.

Στα γονίδια που επηρεάσθηκαν συμπεριλαμβάνονται γονίδια των κιρκάδιων ρυθμών (είναι το βιολογικό μας ρολόι), του μεταβολισμού, των αντιδράσεων στο στρες και του ανοσοποιητικού συστήματος.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Ντερκ-Γιαν Ντίικ, καθηγητή Ύπνου & Φυσιολογίας και διευθυντή του Κέντρου Μελέτης του Ύπνου στο Πανεπιστήμιο του Σάρει, χαρακτήρισαν τον ύπνο «πυλώνα της υγείας» εφάμιλλο με την υγιεινή διατροφή και την συστηματική γυμναστική.

Η μελέτη

Ο δρ Ντίικ και οι συνεργάτες του ανέλυσαν στο αίμα των εθελοντών τους το RNA – τον «αγγελιοφόρο» που μεταδίδει κωδικοποιημένες «οδηγίες» από τα γονίδια στα κύτταρα. Το RNA μπορεί να χρησιμοποιείται ως εργαλείο για να μετριέται η γονιδιακή δραστηριότητα.

Οι εθελοντές κοιμόντουσαν λίγο επί μία εβδομάδα – κατά μέσον όρο 5,7 ώρες κάθε βράδυ. Στο τέλος της περιόδου, έμειναν ξύπνιοι επί 40 ώρες, με τους ερευνητές να παίρνουν ανά τρίωρο δείγματα αίματος.

Τα ευρήματα συγκρίθηκαν με εκείνα των ίδιων εθελοντών, έπειτα από 10 ώρες ύπνο κάθε βράδυ επί μία εβδομάδα, μετά το τέλος της οποίας πάλι έμειναν ξύπνιοι για 40 ώρες προκειμένου να υποβληθούν εκ νέου σε αιμοληψίες.

«Ο ανεπαρκής ύπνος αναγνωρίζεται ολοένα περισσότερο ως συμβάλλων παράγοντας σε πλήθος προβλημάτων υγείας», γράφουν στην αμερικανική επιθεώρηση «Proceedings of the National Academy of Sciences» (PNAS).

«Πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει ότι η αυτοαναφερόμενη μικρή διάρκεια ύπνου – οριζόμενη στις περισσότερες από αυτές ως λιγότερο από 6 ώρες – σχετίζεται με αρνητικές εκβάσεις για την υγεία, όπως η αυξημένη θνησιμότητα απ’ όλες τις αιτίες, η παχυσαρκία, ο διαβήτης, η καρδιαγγειακή νόσος και η διαταραγμένη εγρήγορση και νόηση», προσθέτουν.

Και καταλήγουν ότι «οι παρατηρούμενες βιολογικές διεργασίες μπορεί να σχετίζονται με τις αρνητικές επιδράσεις της απώλειας ύπνου στην υγεία και τονίζουν την αλληλεπίδραση της ομοιόστασης του ύπνου με την κιρκάδια ρυθμικότητα και τον μεταβολισμό».