Ο Π.Ο.Υ. καταγράφει πως συμβαίνουν 1.000.000 μολύνσεις την ημέρα από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, σε παγκόσμιο επίπεδο.

Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ) έχουν σημαντικές επιπτώσεις για τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία σε όλο τον κόσμο, και συνεχίζουν να προκαλούν μεγάλη επιβάρυνση. Σύμφωνα με τις παγκόσμιες εκτιμήσεις, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό PLΟS ONE σήμερα, δείχνουν ότι περίπου 357 εκατομμύρια νέες μολύνσεις συμβαίνουν κάθε χρόνο για τα 4 σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα: χλαμύδια, γονόρροια, σύφιλη και τριχομονάδες.

Σε συνδυασμό με τις προηγούμενες εκτιμήσεις για τον ιό του απλού έρπητα και τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων αλλά και άλλα σημαντικά σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, τα στοιχεία δείχνουν ότι περισσότερες από 1 εκατομμύριο σεξουαλικές μολύνσεις, συμβαίνουν κάθε μέρα. Ένα μεγάλο ποσοστό από τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα συμβαίνουν μεταξύ των εφήβων και των νεαρών ενηλίκων που δεν ίσως δεν γνωρίζουν ότι έχουν μολυνθεί , γεγονός που μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στη μελλοντική σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία τους.

Τα Σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα μπορεί να έχουν σοβαρές συνέπειες όχι μόνο για τη σωματική υγεία, αλλά και για την ψυχολογική και κοινωνική ευημερία των ατόμων που έχουν μολυνθεί. Εάν αφεθούν χωρίς θεραπεία, τόσο τα χλαμύδια όσο και η βλεννόρροια μπορεί να οδηγήσουν σε φλεγμονική νόσο της πυέλου, η οποία μπορεί να προκαλέσει σοβαρή βλάβη στα αναπαραγωγικά όργανα των γυναικών, και με τη σειρά τους οδηγούν σε υπογονιμότητα, καθώς και δυσμενή έκβαση της εγκυμοσύνης, όπως έκτοπη κύηση.

Πολλά ΣΜΝ μπορεί επίσης να μεταδοθούν από τη μητέρα στο παιδί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του τοκετού. Η σύφιλη στην εγκυμοσύνη οδηγεί σε περίπου 305.000 θανάτους εμβρύων και νεογνών κάθε χρόνο, ενώ 215.000 βρέφη διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο θανάτου από προωρότητα, χαμηλό βάρος γέννησης, ή εκ γενετής ασθένεια. Τα κονδυλώματα προκαλούν επίσης πάνω από 500.000 περιπτώσεις καρκίνου του τραχήλου και πάνω από 250.000 θανάτους από καρκίνο του τραχήλου της μήτρας κάθε χρόνο.

Η μόλυνση από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα μπορεί επίσης να αυξήσει τον κίνδυνο για τον ιό HIV. Οι άνθρωποι που ζουν με τον ιό HIV είναι επίσης πιο πιθανό να μεταδώσουν τον ιό σε κάποιον άλλον, εάν έχει μολυνθεί με ένα άλλο ΣΜΝ. Η αντοχή στα φάρμακα, ειδικά για τη γονόρροια, είναι μια σημαντική απειλή για τη μείωση των επιπτώσεων των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων σε όλο τον κόσμο.

Τα δεδομένα δείχνουν ότι οι μολύνσεις που είναι ανθεκτικές στα αντιβιοτικά στελέχη της γονόρροιας γίνονται όλο και πιο συχνές. Αυτή είναι μια σημαντική ανησυχία για τη δημόσια υγεία, ιδίως για την πρόληψη της στειρότητας στις γυναίκες.

Η προώθηση υγιεινών σεξουαλικών συμπεριφορών, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης της χρήσης προφυλακτικού και της σεξουαλικής εκπαίδευσης σε θέματα υγείας για τους εφήβους, είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων.

Η βελτίωση της πρόσβασης σε εξετάσεις και θεραπεία είναι επίσης ένα σημαντικό μέρος της απάντησης στα ΣΜΝ, εξασφαλίζοντας για παράδειγμα, ότι όλες οι έγκυες γυναίκες έχουν εξεταστεί για σύφιλη. Ωστόσο, πολλά ακόμα είναι που πρέπει να γίνουν, ειδικά σε περιοχές όπου οι άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε εξετάσεις, θεραπεία και φροντίδα.

Ένα ασφαλές και αποτελεσματικό εμβόλιο κατά του ιού των κονδυλωμάτων, μπορεί να αποτρέψει αυτή τη μόλυνση και τις καταστροφικές συνέπειές του. Η αύξηση των επενδύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη, για νέα εμβόλια ΣΜΝ είναι το κλειδί για την ανάσχεση της εξάπλωσης άλλων σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων, όπως ο έρπητας των γεννητικών οργάνων, η γονόρροια, τα χλαμύδια, η σύφιλη, και οι τριχομονάδες.

Ο Π.Ο.Υ. αναπτύσσει τρεις παγκόσμιες στρατηγικές στον τομέα της υγείας για τον ιό HIV, την ιογενή ηπατίτιδα και τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα για την περίοδο 2016-2021, η οποία θα ολοκληρωθεί από την 69η Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας το 2016.

Αυτές οι παγκόσμιες στρατηγικές στον τομέα της υγείας θα απευθύνονται σε όλες τις χώρες του κόσμου και θα δίνουν μια ιδιαίτερη έμφαση στους εφήβους και τους βασικούς πληθυσμούς. Οι στρατηγικές θα τονίσουν επίσης τη σημασία των επενδύσεων στην έρευνα και την καινοτομία.